-
1 μετασχηματιστής
[метахиристис] ουσ. а. преобразовательΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετασχηματιστής
-
2 трансформатор
-а α.1. μετασχηματιστής, μετατροπέας (ηλεκτρ. ρεύματος)•понижающий трансформатор μετασχηματιστής υποβιβασμού τάσης•
повышающий трансформатор μετασχηματιστής αύξησης τάσης.
2. ηθοποιός γρήγορης μεταμόρφωσης σε άλλους ρόλους.3. ταχυδακτυλουργός.4. μεταμορφωτής. -
3 трансформатор
-
4 преобразователь
-я α.-ница, -ы θ.1. μεμεταμορφωτής• αναμορφωτής μεταρρυθμιστής.2. μετασχηματιστής•преобразователь тока μετασχηματιστής (ηλεκτρικού) ρεύματος.
-
5 автотрансформатор
ο αυτόματος μετασχηματιστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автотрансформатор
-
6 вариак
ο αυτό μετασχηματιστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вариак
-
7 вариатор
1. маш. о μηχανισμός της μη κλιμακωτής/ομαλής μετάδοσης 2. эл. о μετασχηματιστής μεταβλητής απόδοσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вариатор
-
8 инвертор
1. (рад., эл.) о μετατροπέας, ο μετασχηματιστής, ο αναστροφέαςавтономный эл. - αυτόνομος -ртутный эл. - υδραργύρουсамоуправляемый - эл. αυτοελεγχόμενος -статический - эл. στατικός -2. (усилитель постоянного тока соответствующего включения) о ενισχυτής του σταθερού ρεύματος (για κάθε σχετική σύνδεση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инвертор
-
9 преобразователь
эл. о μετατροπέας, о μετασχηματιστής, ο μεταρρυθμιστής, ο με-ταλλακτήραςаналого-цифровой - ο ψηφιο-ποιητής, το ηλεκτρονικό κύκλωμα μετατροπής του αναλογικού σήματος σε ψηφιακόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преобразователь
-
10 трансформатор
тех. о μετασχηματιστήςο μετατροπέας- повышает{}понижает{} напряжение ανεβάζει/κατεβάζει την τάσηмасляный - ελαίου/λαδιούтелефонный - ακουστικού/τηλεφώνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трансформатор
-
11 фазопреобразователь
ο μετασχηματιστής φάσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фазопреобразователь
-
12 трансформатор
трансформ||а́торм зл. ὁ μετασχηματιστής, ὁ μετατροπέας [-εύς]. -
13 трансформатор
[τρανσφαρμάταρ] ουσ. α. μετασχηματιστής -
14 трансформатор
[τρανσφαρμάταρ] ουσ α μετασχηματιστής -
15 умформер
-а α.ειδικός μετασχηματιστής ηλεκτρικού ρεύματος.
См. также в других словарях:
μετασχηματιστής — Στατική ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη να μεταβιβάζει, αξιοποιώντας το φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, ηλεκτρική ενέργεια εναλλασσόμενου ρεύματος από ένα κύκλωμα σε ένα άλλο, τροποποιώντας μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος (τάση ή… … Dictionary of Greek
μετασχηματιστής — ο συσκευή που μετατρέπει μια μορφή ηλεκτρικής ενέργειας σε άλλη: Για να λειτουργήσει ο ενισχυτής χρειάζεται μετασχηματιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλάκτης — ο (Α ἀλλάκτης) [ἀλλάζω] 1. αυτός που ανταλλάσσει κάτι με άλλο, αυτός που πραγματοποιεί ανταλλαγή πραγμάτων (ιδιαίτερα νομισμάτων) με άλλα 2. που έχει με άλλον εμπορικές συναλλαγές, δοσοληψίες 3. (για μηχανήματα) μετατροπέας, μετασχηματιστής … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
αυτομετασχηματιστής — ο μετασχηματιστής ισχύος που έχει ένα συνεχές τύλιγμα με ενδιάμεση λήψη και χρησιμεύει στην εκκίνηση κινητήρων … Dictionary of Greek
μεταλλάκτης — ο [μεταλλάσσω] 1. (επικοιν.) πίνακας τηλεπικοινωνιακού κέντρου, στον οποίο καταλήγουν οι διατάξεις τών τηλεφωνικών ή τηλεγραφικών γραμμών και ο οποίος επιτρέπει τη σύντομη αποκατάσταση τής απευθείας επικοινωνίας μεταξύ δύο συνδρομητών 2.… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
περιστροφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ή ενεργεί με περιστροφή 2. φρ. α) «περιστροφικός κινητήρας» τεχνολ. κινητήρας εσωτερικής καύσης στον οποίο οι θάλαμοι καύσης περιστρέφονται μαζί με τον κινούμενο άξονα και έτσι προκαλούνται πιέσεις στα καυσαέρια, οι… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… … Dictionary of Greek