Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μετασχηματιστής

См. также в других словарях:

  • μετασχηματιστής — Στατική ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη να μεταβιβάζει, αξιοποιώντας το φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, ηλεκτρική ενέργεια εναλλασσόμενου ρεύματος από ένα κύκλωμα σε ένα άλλο, τροποποιώντας μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος (τάση ή… …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματιστής — ο συσκευή που μετατρέπει μια μορφή ηλεκτρικής ενέργειας σε άλλη: Για να λειτουργήσει ο ενισχυτής χρειάζεται μετασχηματιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλάκτης — ο (Α ἀλλάκτης) [ἀλλάζω] 1. αυτός που ανταλλάσσει κάτι με άλλο, αυτός που πραγματοποιεί ανταλλαγή πραγμάτων (ιδιαίτερα νομισμάτων) με άλλα 2. που έχει με άλλον εμπορικές συναλλαγές, δοσοληψίες 3. (για μηχανήματα) μετατροπέας, μετασχηματιστής …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • αυτομετασχηματιστής — ο μετασχηματιστής ισχύος που έχει ένα συνεχές τύλιγμα με ενδιάμεση λήψη και χρησιμεύει στην εκκίνηση κινητήρων …   Dictionary of Greek

  • μεταλλάκτης — ο [μεταλλάσσω] 1. (επικοιν.) πίνακας τηλεπικοινωνιακού κέντρου, στον οποίο καταλήγουν οι διατάξεις τών τηλεφωνικών ή τηλεγραφικών γραμμών και ο οποίος επιτρέπει τη σύντομη αποκατάσταση τής απευθείας επικοινωνίας μεταξύ δύο συνδρομητών 2.… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • περιστροφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ή ενεργεί με περιστροφή 2. φρ. α) «περιστροφικός κινητήρας» τεχνολ. κινητήρας εσωτερικής καύσης στον οποίο οι θάλαμοι καύσης περιστρέφονται μαζί με τον κινούμενο άξονα και έτσι προκαλούνται πιέσεις στα καυσαέρια, οι… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»