-
1 μεταστέλλω
2 [voice] Med., send for, summon, τινα J.AJ17.13.3, Luc.Alex.55, Cont.12, PSI4.449.11 (iv A. D.):—[voice] Pass.,μετεσταλμένοι J.AJ7.9.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταστέλλω
См. также в других словарях:
μεταστέλλω — και ματαστέλνω (Μ μεταστέλνω και ματαστέλνω) ξαναστέλνω, στέλνω για δεύτερη φορά … Dictionary of Greek
μεταστέλνω — μεταστέλλω (ΑΜ) (το μέσ.) μεταστέλλομαι στέλνω και προσκαλώ κάποιον αρχ. (το ενεργ.) ανακαλώ, επαναφέρω, παλινορθώνω … Dictionary of Greek
μετάσταλσις — μετάσταλσις, ἡ (Α) [μεταστέλλω] πρόσκληση … Dictionary of Greek
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek