-
1 μεταρσιο-λέσχης
μεταρσιο-λέσχης, ὁ, = μετεωρολέσχης, der über Erhabenes, über himmlische Dinge schwatzt, Plat. Sis. 389 a.
-
2 μεταρσιολέσχης
μεταρσιο-λέσχης, ὁ, der über Erhabenes, über himmlische Dinge schwatzt
См. также в других словарях:
μετεωρολέσχης — μετεωρολέσχης, ὁ (Α) 1. αυτός που φλυαρεί για ουράνια φαινόμενα ή σώματα («καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῑς ὡς ἀληθῶς κυβερνήταις», Πλάτ.) 2. μετεωρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + λέσχης (< λέσχη «συγκέντρωση,… … Dictionary of Greek
ονειρολεσχία — ὀνειρολεσχία, ἡ (Α) παραμιλητό κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + λεσχία (< λέσχης < λέσχη «συγκέντρωση, συνάθροιση»), πρβλ. μεταρσιο λεσχία] … Dictionary of Greek