-
1 μεταρρυθμίση
μεταρρυθμίσηι, μεταρρύθμισιςalteration: fem dat sg (epic)μεταρρυθμίζωchange the form: aor subj mid 2nd sgμεταρρυθμίζωchange the form: aor subj act 3rd sgμεταρρυθμίζωchange the form: fut ind mid 2nd sgμεταρρυθμίζωchange the form: aor subj mid 2nd sgμεταρρυθμίζωchange the form: aor subj act 3rd sgμεταρρυθμίζωchange the form: fut ind mid 2nd sg -
2 μεταρρυθμίσῃ
μεταρρυθμίσηι, μεταρρύθμισιςalteration: fem dat sg (epic)μεταρρυθμίζωchange the form: aor subj mid 2nd sgμεταρρυθμίζωchange the form: aor subj act 3rd sgμεταρρυθμίζωchange the form: fut ind mid 2nd sgμεταρρυθμίζωchange the form: aor subj mid 2nd sgμεταρρυθμίζωchange the form: aor subj act 3rd sgμεταρρυθμίζωchange the form: fut ind mid 2nd sg -
3 μεταρρύθμιση
[-ις (-εως)] η1) преобразование, переустройство; реформа; 2) ист. Реформация -
4 μεταρρύθμιση
[мэтарритмиси] ουσ θ реформа. -
5 μεταρρύθμιση
réforme -
6 μεταρρύθμιση
reforma (f) rzecz. -
7 μεταρρύθμιση
1) oprava2) reforma -
8 μεταρρύθμιση
reformΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μεταρρύθμιση
-
9 αγροτικός
η, ό[ν]1) сельский, крестьянский;πληθυσμός — сельское население;αγροτικό νοικοκυριό — крестьянское хозяйство, крестьянский двор;
αγροτικό κίνημα — крестьянское движение;
2) сельскохозяйственный; аграрный;αγροτική Τράπεζα — сельскохозяйственный банк;
αγροτική οικονομία — сельское хозяйство;
αγροτική χώρα (μεταρρύθμιση) — аграрная страна (реформа);
αγροτικό ζήτημα — аграрный вопрос;
3) полевой;αγροτικές εργασίες — полевые работы
-
10 νομισματικός
η, ό[ν]1) нумизматический;νομισματική συλλογή — нумизматическая коллекция;
2) монетный; денежный; валютный;νομισματική μεταρρύθμιση — денежная реформа;
διεθνές νομισματικό ταμείο — международный валютный фонд
См. также в других словарях:
μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… … Dictionary of Greek
μεταρρύθμιση — η μετατροπή, μετασχηματισμός, τροποποίηση: Θρησκευτική μεταρρύθμιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταρρυθμίσῃ — μεταρρυθμίσηι , μεταρρύθμισις alteration fem dat sg (epic) μεταρρυθμίζω change the form aor subj mid 2nd sg μεταρρυθμίζω change the form aor subj act 3rd sg μεταρρυθμίζω change the form fut ind mid 2nd sg μεταρρυθμίζω change the form aor subj mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροτική μεταρρύθμιση — Οργανικό σύνολο νομοθετικών και διοικητικών μέτρων, με τα οποία τροποποιείται η κατανομή και η διάρθρωση της έγγειας ιδιοκτησίας, με σκοπό τη βελτίωση της θέσης των αγροτών, την επίλυση των προβλημάτων ανεργίας ή υποαπασχόλησης στις αγροτικές… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek