-
1 μεταποιέω
A alter the make of a thing, remodel,νόμους D.18.121
;πάντα ἐς τοὺς τρόπους τοὺς παραπλησίους μ. Hp.Fract.26
;εἰς γάμον ἀπὸ τῆς θυσίας μ. τὴν εὐωχίαν Hld.5.29
, cf. Porph.Antr.36: abs., μεταποίησον re-compose the verse, Sol.20.3:—[voice] Pass., -ποιεῖσθαι εἰς τὸ δέον A.D.Synt.199.18
.II [voice] Med., lay claim to, pretend to, c. gen. rei, e.g. ξυνέσεως, ἀρετῆς τι, Th.1.140, 2.51; ; οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται (sc. τοῦ ἐμπορίου) Hdt.2.178.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταποιέω
-
2 μεταποιή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταποιή
-
3 μεταποίησις
II changing, alteration, Apollon. ap. Gal.12.653, Antyll. ap. Orib.7.7.7: also in Rhet., Hermog.Inv.4.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταποίησις
-
4 μεταποιητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταποιητέον
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский