-
1 μεταπιπράσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταπιπράσκω
-
2 μεταπωλέω
A = μεταπιπράσκω, PLond.2.856.13 (i A.D.), SIG884.20 (Thisbe, iii A.D.):—[voice] Pass., GDI2562.15 (Delph.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταπωλέω
См. также в других словарях:
μεταπιπράσκω — (Α) πωλώ πάλι ή έπειτα, μεταπουλώ ή ξαναπουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek
μεταπράσις — μεταπράσις, εως, ἡ (Α) [μεταπιπράσκω] η μεταπώληση («τὰς οἰκοδομίας, ἅς ἀδιαλείπτους ποιοῡσιν αἱ συμπτώσεις καὶ ἐμπρήσεις καὶ μεταπράσεις», Στράβ.) … Dictionary of Greek
μεταπράτης — ο (ΑΜ μεταπράτης) [μεταπιπράσκω] 1. λειανοπωλητής 2. μεταπωλητής («οι μεταπράτες κερδίζουν αρκετά με τις αυξήσεις τών τιμών») … Dictionary of Greek
μεταπράτηση — η [μεταπιπράσκω] (οικον.) μεταπώληση … Dictionary of Greek