-
1 μεταπεττευω
досл. ( в шахматной или шашечной игре) передвигать, переставлять, перен. изменять(τὰ νόμιμα Plat.)
См. также в других словарях:
μεταπεσσεύω — (ΑΜ, Α αττ. τ. μεταπεττεύω) 1. κινώ ή μεταθέτω, όπως στο παιχνίδι τών πεσσών, μετακινώ 2. μεταβάλλω («ἦγεν ὡς ᾑρεῑτο πάντα καὶ μετεπέττευεν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * πεσσεύω «αλλάζω τη θέση τών πεσσών»] … Dictionary of Greek