-
1 μεταπεσούσαι
-
2 μεταπεσοῦσαι
См. также в других словарях:
μεταπεσοῦσαι — μεταπίπτω fall differently aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μεταπεσούσαι
2 μεταπεσοῦσαι
μεταπεσοῦσαι — μεταπίπτω fall differently aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)