-
1 μετανοέω
A perceive afterwards or too late, opp. προνοέω, Epich. [280]; opp. προβουλεύομαι, Democr.66; concur subsequently, τισι BGU 747 i 11 (ii A. D.).2 change one's mind or purpose, Pl. Euthd. 279c, Men.Epit.72; μ. μὴ οὔτε.. τῶν χαλεπῶν ἔργων ᾖ τὸ.. ἄρχειν change one's opinion and think that it is not.., X.Cyr.1.1.3.3 repent, Antipho 2.4.12;ἐν τοῖς ἀνηκέστοις Id.5.91
: freq. in LXX and NT, Si.48.15, al.;ἀπὸ τῆς κακίας Act.Ap.8.22
;ἐκ τῶν ἔργων Apoc.9.20
;ἐπὶ τῇ ἀκαθαρσίᾳ 2 Ep.Cor.12.21
, cf. OGI751.9 (Amblada, ii B. C.);ἐπί τινι Luc.Salt.84
, etc.;περί τινων Plu.Galb.6
;τοῖς πεπραγμένοις Id. Agis 19
: c. part.,μ. γενόμενος Ἕλλην Luc.Am. 36
.4 c. acc., repent of,τὴν ἄφιξιν J.BJ4.4.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετανοέω
-
2 μετανόημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετανόημα
-
3 μετανοητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετανοητικός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский