-
1 передумать
-
2 раздумать
раздумать αλλάζω γνώμη; μετανιώνω (передумать)' я \раздуматьл ехать μετάνιωσα και δε θα φύγω* * *αλλάζω γνώμη; μετανιώνω ( передумать)я разду́мал е́хать — μετάνιωσα και δε θα φύγω
-
3 раскаиваться
[ρασκάιβατσα] ρ. μετανιώνω -
4 раскаиваться
[ρασκάιβατσα] ρ μετανιώνω -
5 каяться
каюсь, каешьсяρ.δ.1. μετανιώνω, μετανοώ, μεταμελούμαι.2. παραδέχομαι, αναγνωρίζω (λάθος, φταίξιμο).3. (εκκλσ.) ομολογώ τις αμαρτίες μου, μετανοώ•кающийся грешник ο μετανοών αμαρτωλός.
-
6 неправота
-ы θ.το-άδικο• πλάνη, σφάλμα, λάθος•доказать чью -у αποδείχνω το άδικο κάποιου•
сознаться в своей -έ παραδέχομαι ότι έχω άδικο•
раскаяться в своей - μετανιώνω για το σφάλμα μου.
-
7 раскаяться
-каюсь, -каешься ρ.σ.μετανοώ, μετανιώνω, μεταμελούμαι.
См. также в других словарях:
μετανιώνω — μετανιώνω, μετάνιωσα, μετανιωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: μετανιώνω – μετανοώ : το μετανοώ περιορίζεται κυρίως στην έννοια → μετανιώνω για λάθος ή κακό που έκανα. Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε π.χ. ξεκίνησα να πάω εκδρομή, αλλά μετανόησα (μετάνιωσα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετανιώνω — και μετανοιώνω (Μ μετανιώνω και μετανών[ν]ω) 1. μεταμελούμαι, μετανοώ 2. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω απόφαση 3. αλλαξοπιστώ (4. φρ. α) «θα τό μετανιώσεις» και «θέλεις τὸ μετανώσει(ν)» λέγεται ως απειλητική πρόβλεψη β) «κι οπού τό μετανιώσει» ως… … Dictionary of Greek
μετανιώνω — μετάνιωσα, μετανιωμένος, αλλάζω γνώμη ή απόφαση, μετανοώ, μεταμελούμαι: Μετάνιωσε για το κακό που έκανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… … Dictionary of Greek
μετανοώ — μετανοώ, μετανόησα, μετανοημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: μετανιώνω – μετανοώ : το μετανοώ περιορίζεται κυρίως στην έννοια → μετανιώνω για λάθος ή κακό που έκανα. Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε π.χ. ξεκίνησα να πάω εκδρομή, αλλά μετανόησα (μετάνιωσα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Noima — Studio album by Peggy Zina Released September 12, 2005 … Wikipedia
Deka Endoles — Δέκα Εντολές Studio album by Despina Vandi Released December 1997 Recorded … Wikipedia
αλληλουίζω — [αλληλούια] 1. λέω άλλα λόγια από πριν, αλλαξογνωμώ 2. μεταμελούμαι, μετανιώνω 3. συγχύζομαι, τά χάνω … Dictionary of Greek
αμετάνιωτος — η, ο [μετανιώνω] ο αμετανόητος … Dictionary of Greek
ευμετάμελος — εὐμετάμελος, ον (Μ) (Α εὐμεταμέλητος, ον) αυτός που μεταμελείται, που μετανοεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα μέλομαι «μετανιώνω»] … Dictionary of Greek
λογισμομαχώ — λογισμομαχῶ, έω (Μ) 1. βασανίζω το μυαλό μου για κάτι 2. υποχωρώ, μετανιώνω, αλλάζω γνώμη παραδεχόμενος το λάθος μου 3. έρχομαι σε συμβιβασμό με κάποιον μετά από αγώνα ή φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογισμός + μαχώ (< μαχος < μάχομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek