-
1 μεταναφέρω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταναφέρω
См. также в других словарях:
μεταναφέρω — (Α) παθ. μεταναφέρομαι μεταχειρίζομαι κάτι για άλλη χρήση από αυτήν για την οποία είναι προορισμένο … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek