Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μεταναστῆναι

См. также в других словарях:

  • μεταναστῆναι — μετανίστημι remove from his aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετανίστημι — (Α) [ανίστημι] 1. μετακινώ κάποιον από τη χώρα του ή αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει τη χώρα του, να μετοικήσει 2. μεταθέτω σε άλλο τόπο, παραμερίζω 3. αποτρέπω 4. παθ. μετανίσταμαι α) μεταναστεύω, μετοικώ, εγκαθίσταμαι σε άλλο τόπο («ἐς τοῡτον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»