-
1 μετανίσομαι
1 seek after νιν (= πλοῦτον) — σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (v. l. μετανίσσεαι) P. 5.8 -
2 μετανίσομαι
A pass over,Ἠέλιος μετενίσετο βουλυτόνδε Il.16.779
, Od.9.58: c. acc., pass into, enter,Καρκίνον ἠέλιος μ. AP9.384.13
.2 of a river, flow into another, A.R.4.628.II c. acc., pursue, E.Tr. 131 (anap.); win, get possession of, [ πλοῦτον] Pi.P.5.8; go in quest of, A.R.1.1245, cf. E.Hyps.Fr. (3) 1 iii 37 (lyr., - νεισεται Pap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετανίσομαι
-
3 μετανέομαι
A = μετανίσομαι 11,εὐνήν Musae.205
, Nonn.D.14.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετανέομαι
См. также в других словарях:
μετανίσομαι — και μετανίσσομαι (Α) 1. πορεύομαι, μεταβαίνω σε άλλο μέρος («ἦμος δι ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι, φθάνω 3. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον 4. (με αιτ.) ακολουθώ, διώκω κάποιον 5. απέρχομαι για αναζήτηση κάποιου, τρέχω από … Dictionary of Greek