-
1 μεταμεληθώ
-
2 μεταμεληθῶ
См. также в других словарях:
μεταμεληθῶ — μεταμελέομαι feel repentance aor subj mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μεταμεληθώ
2 μεταμεληθῶ
μεταμεληθῶ — μεταμελέομαι feel repentance aor subj mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)