-
1 μεταμελείται
-
2 μεταμελεῖται
См. также в других словарях:
μεταμελεῖται — μεταμελέομαι feel repentance pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμεταμέλητος — η, ο (Α ἀμεταμέλητος, ον) [μεταμέλομαι] (για πρόσωπα) αυτός που δεν μεταμελείται για την πράξη του, ο αμετανόητος αρχ. 1. (για πράξεις) αυτός, για τον οποίο δεν μετανιώνει κανείς 2. φρ. «ἀμεταμέλητόν ἐστι τί τινι», δεν έχει κανείς κάτι για το… … Dictionary of Greek
ευκατάνυκτος — εὐκατάνυκτος, ον (Μ) 1. αυτός που μετανοεί, που μεταμελείται εύκολα 2. εκείνος που εύκολα νιώθει θρησκευτική κατάνυξη. επίρρ... εὐκατανύκτως με μεγάλη κατάνυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα νυκτος (< κατα νύσσω), πρβλ. α κατά νυκτος, δυσ κατά… … Dictionary of Greek
ευμετάμελος — εὐμετάμελος, ον (Μ) (Α εὐμεταμέλητος, ον) αυτός που μεταμελείται, που μετανοεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα μέλομαι «μετανιώνω»] … Dictionary of Greek
αμεταμέλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μεταμελείται ή δε μεταμελήθηκε, αμετανόητος: Για όλες του αυτές πς ενέργειες είναι αμεταμέλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)