-
1 μεταμέλ(λ)ομαι
(со)жалеть, раскаиваться; син. μετανοέω; LXX: (נחם).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεταμέλ(λ)ομαι
-
2 μεταμέλομαι
Aμελήσομαι Phld.Rh.2.16
S., also -μεληθήσομαι LXX Ps.109(110).4
, Sch.E.Ph. 899: [tense] aor. - εμελήθην Plb.8.23.2, D.S.19.75, later - ήσθην PThead. 51.15 (iv A. D.); also [dialect] Ep. μετεμέμβλετο prob. in Panyas. in Et.Gen. s.v. μῦθος (Coll.Alex.p.249 Powell): [tense] pf. -, Phld.Vit.p.34 J.:—feel repentance, regret:—Constr.:1 c. part., μετεμέλοντο οὐ δεξάμενοι they repented that they had not.., Th.4.27, cf. 7.50; μ. ὅτι .. Id.5.14;ὁ μεταμελόμενος Arist.EN 1110b23
.2 μεταμέλεσθαί τινι repent at a thing, D.S.15.9;ἐπί τινι Id.19.75
; τινων Phalar.Ep.43.3 abs., change one's purpose or line of conduct, X.Cyr.4.6.5, Plb.4.50.6.II causal in [tense] fut. part., τὸ μεταμελησόμενον that which will cause regret, matter for future repentance, X.Mem.2.6.23.III = μεταμέλει 1.1,μεταμέλεσθαι αὐτοῖς περὶ ὧν ἂν συμβουλεύσωνται Pl.Demod. 382d
.:—the form [full] μεταμελέομαι, censured by Thom.Mag.p.123 R., occurs in Hp.Ep.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταμέλομαι
-
3 μετανοέω
передумывать, каяться, менять мнение, вразумляться, покаяться, раскаиваться; син. μεταμέλ(λ)ομαι; LXX: (נחם).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μετανοέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский