-
1 μεταλλεία
μεταλλείᾱ, μεταλλείαsearching for metals: fem nom /voc /acc dualμεταλλείᾱ, μεταλλείαsearching for metals: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————μεταλλείᾱͅ, μεταλλείαsearching for metals: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 μεταλλεια
ἥ1) ров, канал(μεταλλείαις νάματα συνάγειν Plat.)
2) pl. горный промысел, раскопкиὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα Plat. — все, что добывается из земных недр
3) воен. земляные работы Diod. -
3 μεταλλεία
μεταλλεία, ἡ, das Aufsuchen des Wassers und besonders der Metalle unter der Erde durch Gruben, Stollen und Schachte, ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα, Plat. Critia. 114 e; τὸ πολὺ τοῦ ἀργύρου βαϑείαις καὶ κακοπάϑοις μεταλλείαις εὑρίσκεται, Ath. VI, 233 e. – Daher = Graben, συνάγοντες μεταλλείαις τὰ πηγαῖα ὕδατα, Plat. Legg. IV, 761 c; Mine, D. Sic. 16, 74; Ael. N. A. 16, 15.
-
4 μεταλλεία
-
5 μεταλλεῖα
-
6 μεταλλεία
μεταλλεία, ἡ, das Aufsuchen des Wassers und besonders der Metalle unter der Erde durch Gruben, Stollen und Schachte. Daher = Graben; Mine -
7 μεταλλείᾳ
Βλ. λ. μεταλλεία -
8 μεταλλεία
η геологическая разведка -
9 μεταλλεία
μεταλλ-εία, ἡ,A searching for metals and the like , mining, Pl.Criti. 114e, Lg. 842d (pl.), Str.3.2.9, al.: in pl., concrete, mines, Id.3.2.3.4 metaph.,μεγαλόδωρος ἡ μ. τοῦ ἀληθοῦς Max.Tyr.17.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλεία
-
10 μεταλλείας
μεταλλείᾱς, μεταλλείαsearching for metals: fem acc plμεταλλείᾱς, μεταλλείαsearching for metals: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 μεταλλείαν
μεταλλείᾱν, μεταλλείαsearching for metals: fem acc sg (attic doric aeolic) -
12 μεταλλείαις
μεταλλείαsearching for metals: fem dat pl -
13 μεταλλεῖον
μεταλλεῖον, τό, das Metall, Plat. Legg. III, 678 d, σίδηρος καὶ χαλκὸς καὶ πάντα τὰ μεταλλεῖα.
-
14 μετάλλευσις
μετάλλευσις, ἡ, = μεταλλεία, Palaeph. 10.
-
15 ανακαθαιρω
преимущ. med.1) очищать(τὰ μεταλλεῖα Plat.; τὸ πᾶν τὸ πρὸ ποδῶν Polyb.; Αὐγίου βουστασίαν Luc.)
τῶν ὑπὸ πόδας τόπων ἀνακαθαιρομένων Plut. — когда внизу туман рассеялся;ἀνακαθαίρεσθαι λόγον Plat. — сказать что-л. для разъяснения вопроса, тщательно изложить2) изгонять(πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάσσης Plat.; τὰ περίοντα τοῦ πολέμου Plut.)
-
16 μεταλλειον
-
17 выработка
выработк||аж1. (действие) ἡ κατασκευή/ ἡ ἐπεξεργασία, ἡ ἐκπόνηση (плана, резолюции и т. д.)·2. (продукция) ἡ παραγωγή·3. (производительность) ἡ ἀποδοτικότητα [-ης], ἡ ἀπόδοση:годовая \выработка ἡ ἐτησία ἀπόδοση· повышать нормы \выработкаи αὐξάνω τήν ἀποδοτικότητα·4. \выработкаи мн. горн. τά μεταλλεία. -
18 горный
го́рн||ыйприл1. ὀρεινός, βουνήσιος:\горныйая вершина ἡ βουνοκορφἤ \горныйое ущелье τό στενοπόρι, ἡ κλεισούρα, τό δερβένι· \горныйая цепь ἡ ὁροσειρά, ἡ βου-νοσειρά· \горныйая артиллерия воен. τό ὀρειβατικό[ν] πυροβολικό[ν]·2. (гористый) ὁρεινός, βουνήσιος·3. (горнопромышленный) μεταλλευτικός, τῶν μεταλλείων:\горныйое дело ἡ μεταλλεία, ἡ μεταλ-λειολογία· \горный инженер ὁ μεταλλειολόγος· \горный институ́т ἡ Σχολή μεταλλειολογίας· \горныйые породы τά κοιτάσματα μετάλλων \горный хрусталь τό ὁρυκτό κρύσταλλο· ◊ \горныйое солнце τό κβάρτς, ὁ χαλαζίας· \горный лен мин. ὁ ἀμίαντος·. -
19 штейгер
штейгерм уст. горн. ὁ ἐπιστάτης ἀνθρακωρυχείου, ὁ ἐργοδηγός στά μεταλλεία. -
20 μεταλλείαι
μεταλλάωsearch carefully: pres ind mp 2nd sg (epic ionic)μεταλλείαsearching for metals: fem nom /voc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μεταλλεία — μεταλλείᾱ , μεταλλεία searching for metals fem nom/voc/acc dual μεταλλείᾱ , μεταλλεία searching for metals fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλείᾳ — μεταλλείᾱͅ , μεταλλεία searching for metals fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλεία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 326 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οπουντίων. * * * η (Α μεταλλεία) [μεταλλεύω] η αναζήτηση μετάλλων στο έδαφος, μετάλλευση («ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα… … Dictionary of Greek
μεταλλεῖα — μεταλλεῖον minerals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλείας — μεταλλείᾱς , μεταλλεία searching for metals fem acc pl μεταλλείᾱς , μεταλλεία searching for metals fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλείαν — μεταλλείᾱν , μεταλλεία searching for metals fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλειῶν — μεταλλεία searching for metals fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλείαις — μεταλλεία searching for metals fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek
μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… … Dictionary of Greek