-
1 μεταλλευτικοίς
-
2 μεταλλευτικοῖς
См. также в других словарях:
μεταλλευτικοῖς — μεταλλευτικός skilled in searching for metals masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μεταλλευτικοίς
2 μεταλλευτικοῖς
μεταλλευτικοῖς — μεταλλευτικός skilled in searching for metals masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)