Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεταλαβαίνω

См. также в других словарях:

  • μεταλαβαίνω — μεταλαβαίνω, μετάλαβα βλ. πίν. 200 Σημειώσεις: μεταλαβαίνω : σπάνιοι οι λόγιοι τύποι μεταλαμβάνω, μετέλαβα (κατά το καταλαμβάνω, βλ. πίν. 165 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβαίνω — μετάλαβα, κοινωνώ, παίρνω τη θεία μετάληψη: Μεταλαβαίνει κάθε Πάσχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινωνώ — άω (AM κοινωνῶ, έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ) έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω νεοελλ. μσν. 1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τόν κοινώνησε») 2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη,… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνώ — και κοινωνάω κοινώνησα 1. μεταλαβαίνω: Είναι στα τελευταία του και κοινώνησε. 2. μεταλαβαίνω κάποιον: Έφεραν τον παπά και τον κοινώνησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμετάλαβος — η, ο [μεταλαβαίνω] ο αμεταλάβητος …   Dictionary of Greek

  • αμεταλάβητος — η, ο [μεταλαβαίνω] αυτός που δεν μετέλαβε τών αχράντων μυστηρίων, αυτός που δεν κοινώνησε …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβασία — μεταλαβασία, ἡ (Μ) η Θεία Κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλαβαίνω από το θ. μεταλαβ + κατάλ. ασία] …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβιά — η η Θεία Κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλαβαίνω από το θ. μεταλαβ + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»