Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μετακινούμαι

См. также в других словарях:

  • μετακινούμαι — μετακινούμαι, μετακινήθηκα, μετακινημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: μετακινούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (μετακινιόμουν) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετακινοῦμαι — μετακινέω shift pres ind mp 1st sg (attic epic doric) μετακῑνοῦμαι , μετακινέω shift pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • μετασαλεύω — (ΑΜ μετασαλεύω) μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι βίαια, απομακρύνω, διαταράσσω νεοελλ. μσν. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι μσν. 1. μετακινούμαι διαρκώς, ταλαντεύομαι 2. κάνω κάποιον να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται 3. αναστατώνω, κάνω άνω κάτω 4 …   Dictionary of Greek

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

  • αλαφροσαλεύω — 1. κινώ, μετατοπίζω κάτι ελαφρά 2. σαλεύω, μετακινούμαι εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σαλεύω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροσάλεμα, αλαφροσάλευτος] …   Dictionary of Greek

  • αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… …   Dictionary of Greek

  • ανέρχομαι — (AM ἀνέρχομαι) 1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω 2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα 3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω νεοελλ. 1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι 2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια 3. μτφ. προκόβω, προάγομαι …   Dictionary of Greek

  • ανασαλεύω — (Α ἀνασαλεύω) νεοελλ. (αμτβ.) σαλεύω ελαφρά, μετακινούμαι λίγο, αναδεύομαι αρχ. (μτβ.) μετακινώ ελαφρά …   Dictionary of Greek

  • ανατροχάζω — (Α ἀνατροχάζω) (για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ αρχ. τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τροχάζω («τρέχω») < τροχός. ΠΑΡ. ανατροχασμός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»