-
1 перекочевать
μετακινούμαι νομαδικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекочевать
-
2 перемещаться
μετακινούμαι- возвратно-поступательно παλινδρομώ, εκτελώ παλινδρομικές κινήσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемещаться
-
3 переезжать
переезжать, переехать μετακινούμαι* μεταφέρομαι, με· τακομίζω (на другую квартиру)* * *= переехатьμετακινούμαι; μεταφέρομαι, μετακομίζω ( на другую квартиру) -
4 подать
подать 1-и θ. παλ. φόρος ατομικός.подать 2ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.1. δίνω, προσφέρω•подать стул προσφέρω κάθισμα•
подать руку δίνω το χέρι.
|| (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.2. προσφέρω, σερβίρω•подать ужин σερβίρω το δείπνο•
подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.
3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.
4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.5. υποβάλλω•подать заявление υποβάλλω αίτηση•
рапорт υποβάλλω αναφορά•
подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.
6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.
7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•подать совет συμβουλεύω•
подать милости ελεώ.
9. παρασταίνω, απεικονίζω•автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.
εκφρ.подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•подать пример – δίνω το παράδειγμα•подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.
|| μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω. -
5 двигаться
1. (производить движение) κινούμαι, μετακινούμαι- возвратно-поступательно παλινδρομώ, εκτελώ παλινδρομικές κινήσεις- задним ходом (авто) - προς τα πίσω, βάζω όπισθεν2. (быть в движении) βρίσκομαι σε κίνησηκινούμαι3. (направляться) κατευθύνομαι, πορεύομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > двигаться
-
6 передвигаться
1. (перемещаться) μετατοπίζομαι 2. (о транспортных средствах) μετακινούμαι, κινούμαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передвигаться
-
7 перейти
1. (напр. на другую сторону чего-л.) περνώ, διαβαίνω, διατρέχω, διασχίζω 2. (переместиться из одного места в другое) μετακινούμαι 3. (переменить местожительство, место или род занятий, перевестись на другое место) αλλάζω 4. (окончив какой-л класс, курс, стать учащимся следующего класса, курса) προβι-βάζομαι, προάγομαι 5. (передаться от одного другому, оказаться в распоряжении ведении кого-л. другого) περνώ 6. (окончив или оставив одно, приступить к чему-л другому) περνώ 7. (изменить образ действий, начать действовать по-иному) περνώ 8. (изменяясь, превратиться во что-л иное) γίνομαι, περνώ, μεταβάλλομαι 9 (превысить какой-л. предел) υπερβαίνω, ξεπερνώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перейти
-
8 передвигать
передвигать см. передвинуть \передвигаться 1) см. передвинуться 2) (двигаться) μετακινούμαι, μετατοπίζομαι* * *см. передвинуть -
9 передвигаться
1) см. передвинуться2) ( двигаться) μετακινούμαι, μετατοπίζομαι -
10 передвинуть
передвинуть μετακινώ* μεταθέτω· μεταφέρω \передвинуться μεταφέρομαι, μετακινούμαι* * *μετακινώ; μεταθέτω; μεταφέρω -
11 передвинуться
μεταφέρομαι, μετακινούμαι -
12 сдвигать
сдвигать, сдвинуть (с места) μετακινώ \сдвигаться (с места) μετακινούμαι* * *= сдвинуть( с места) μετακινώ -
13 сдвигаться
( с места) μετακινούμαι -
14 двигаться
двигать||ся1. (передвигаться) κουνιέμαι, μετακινούμαι, βρίσκομαι σέ κίνηση (быть в движении)! πορεύομαι, κατευθύνομαι (направляться):\двигатьсяся вперед προχωρώ, προωθοῦμαι·2. (шевелиться) σαλεύω, κουνιέμαι:не двигайся! μήν κουνηθεΐς!·3. (по службе) προοδεύω, ἐπιτυγχάνω, προκόβω. -
15 перебазироваться
перебазировать||сяἀλλάζω βάση, μετακινούμαι. -
16 передвигаться
передвигать||сяв разн. знач. μετακινοῦμαι. -
17 подвигаться
подвига́ть||ся1. (переместиться) μετακινούμαι λίγο:\подвигатьсяся ближе πλησιάζω, ἐρχομαι πιό κοντά·2. (о работе и т. п.) προοδεύω, πάω μπροστά, προκόβω:\подвигатьсяся вперед προχωρώ, κινούμαι προς τά ἐμπρός· \подвигатьсяся по слу́ж-бе προάγομαι, ἀναδεικνύομαι. -
18 сдвигаться
сдвигать||ся1. μετακινούμαι/ κουνιέμαι (о человеке):я не сдвинусь с места δέν θά τό κουνήσω·2. (сблизиться) πλησιάζω (άμετ.). -
19 отодвигаться
[αταντβιγκάτ'σα] ρ. μετακινούμαι -
20 отодвигаться
[αταντβιγκάτ'σα] ρ μετακινούμαι
См. также в других словарях:
μετακινούμαι — μετακινούμαι, μετακινήθηκα, μετακινημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: μετακινούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (μετακινιόμουν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετακινοῦμαι — μετακινέω shift pres ind mp 1st sg (attic epic doric) μετακῑνοῦμαι , μετακινέω shift pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek
μετασαλεύω — (ΑΜ μετασαλεύω) μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι βίαια, απομακρύνω, διαταράσσω νεοελλ. μσν. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι μσν. 1. μετακινούμαι διαρκώς, ταλαντεύομαι 2. κάνω κάποιον να μετακινείται διαρκώς, να περιπλανιέται 3. αναστατώνω, κάνω άνω κάτω 4 … Dictionary of Greek
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek
αλαφροσαλεύω — 1. κινώ, μετατοπίζω κάτι ελαφρά 2. σαλεύω, μετακινούμαι εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σαλεύω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροσάλεμα, αλαφροσάλευτος] … Dictionary of Greek
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek
ανέρχομαι — (AM ἀνέρχομαι) 1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω 2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα 3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω νεοελλ. 1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι 2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια 3. μτφ. προκόβω, προάγομαι … Dictionary of Greek
ανασαλεύω — (Α ἀνασαλεύω) νεοελλ. (αμτβ.) σαλεύω ελαφρά, μετακινούμαι λίγο, αναδεύομαι αρχ. (μτβ.) μετακινώ ελαφρά … Dictionary of Greek
ανατροχάζω — (Α ἀνατροχάζω) (για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ αρχ. τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τροχάζω («τρέχω») < τροχός. ΠΑΡ. ανατροχασμός] … Dictionary of Greek