Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μετακεράννυμι

См. также в других словарях:

  • μετακεράννυμι — (Α) 1. αναμιγνύω χύνοντας υγρό από ένα δοχείο σε άλλο («εἰς καθαρὸν ἀγγεῑον ἐκ ῥυπαροῡ μετακεράσαντες», Πλούτ.) 2. μεταβάλλω τη φύση κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῡ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * +… …   Dictionary of Greek

  • κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον …   Dictionary of Greek

  • μετακέρασμα — μετακέρασμα, τὸ (Α) [μετακεράννυμι] μίγμα θερμού και ψυχρού νερού …   Dictionary of Greek

  • συμμετακεράννυμι — Α συμμετακίρνημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετακεράννυμι «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»