-
1 μετακεραννυμι
-
2 μετακεράννυμι
A mix by pouring from one vessel into another, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα v.l. for μετεράσας in Dsc.1.52, as also in Plu.2.801c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετακεράννυμι
-
3 μετακεράννῡμι
μετα-κεράννῡμι, ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen; verwandeln -
4 μετα-κιρνάω
μετα-κιρνάω, = μετακεράννυμι, V. T.
-
5 μετακιρνάω
A = μετακεράννυμι, in [voice] Med., LXX Wi.16.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετακιρνάω
См. также в других словарях:
μετακεράννυμι — (Α) 1. αναμιγνύω χύνοντας υγρό από ένα δοχείο σε άλλο («εἰς καθαρὸν ἀγγεῑον ἐκ ῥυπαροῡ μετακεράσαντες», Πλούτ.) 2. μεταβάλλω τη φύση κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῡ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * +… … Dictionary of Greek
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek
μετακέρασμα — μετακέρασμα, τὸ (Α) [μετακεράννυμι] μίγμα θερμού και ψυχρού νερού … Dictionary of Greek
συμμετακεράννυμι — Α συμμετακίρνημι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μετακεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek