-
1 μεταγίγνομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταγίγνομαι
См. также в других словарях:
μεταγίγνομαι — (ΑM) βλ. μεταγίνομαι … Dictionary of Greek
μεταγίνομαι — και ματαγίνομαι (ΑM μεταγίγνομαι και μεταγίνομαι) νεοελλ. μσν. γίνομαι εκ νέου, ξαναγίνομαι, αναδημιουργούμαι μσν. γίνομαι κάτι διαφορετικό αρχ. 1. γίνομαι κατόπιν 2. μεταφέρομαι, απάγομαι μακριά («Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὅτι ἐκέλευσε τοῡ πυρὸς… … Dictionary of Greek