-
1 εναλλασσω
атт. ἐναλλάττω1) изменять(νῦν δ΄ ἐνήλλαξεν θεός Soph.)
τὰ φυτὰ ἐναλλάττονται τῇ διαφορᾷ τῶν τόπων Arst. — растения изменяются в зависимости от особенностей мест;τὰς μεταβολὰς ἐνηλλαγέναι Polyb. — испытать изменения2) заменять, сменятьτί δ΄ ἐνήλλακται τῆς εὐμαρίας βάρος! Soph. — какая скорбь сменила (прежнее) благополучие!
3) обменивать4) заменять, подменивать5) pass. находиться в торговых связях, торговать(ἐναλλαγῆναί τινι Thuc.)
6) перекрещиваться(αἱ φλέβες ἐναλλάσσουσαι Arst.)
-
2 επιδοχη
ἥ принятие, усвоение -
3 ευσταθεια
(ᾰθ) ἥ1) стойкость, твердость, постоянство(παρὰ τὰς μεταβολάς Plut.)
2) хорошее состояние, крепость(σαρκός Epicur. ap. Plut.)
-
4 ευτρεπτος
21) непостоянный, изменчивый, неустойчивый(τὰ ἐπὴ γῆς Arst.; ἀήρ Plut.)
2) наклонный, склонный(πρὸς μεταβολάς Plut.)
-
5 καιροτηρεω
-
6 μεταβαλλω
1) тж. med. поворачиватьμετὰ νῶτα βαλών Hom. — обратив тыл;
μ. δέμας Eur. — двигаться, метаться;μ. τέν γῆν Xen. — вспахивать землю;μ. θοἰμάτιον ἐπὴ δεξιάν Arph. — передвинуть плащ на правую сторону;ἄνω καὴ κάτω τὰς δόξας μεταβάλλεσθαι Plat. — то и дело менять свои мнения2) переделывать, (из)менять(τὸ οὔνομα ἔς τι Her.; δίαιταν Thuc.; med. τοὺς τρόπους Arst.)
μ. τι ἐς ἄλλο οὔνομα Her. — переименовывать что-л.;μ. χώραν ἐκ χώρας Plat. — перемещаться из одного места в другое;πολλὰς μεταβολὰς μ. Plat. — претерпевать многие изменения;μ. ἑαυτὸν ἐπὴ τὸ βέλτιόν τε καὴ κάλλιον Plat. — стать лучше и красивее;μεταβάλλεσθαι ἱμάτια Xen. — переодеваться3) (из)меняться(ἐπὴ τοὐναντίον Plut.; ἔκ τινος εἴς τι Arst.)
μ. ἐς εὐνομίην Her. — стать благоустроенным;καιναὴ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. — одни беды, сменяющиеся другими4) med. заниматься обменом, торговать(ἐν τῇ ἀγορᾷ Xen.)
5) изменять мнение, образ действий и т.п.μεταβαλὼν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Her. — обратившись (после неуспеха у пелопоннесцев) к афинянам;
6) терять, утрачивать(εὔνοιαν Thuc.)
μ. ὀργάς Eur. — смягчать свой гнев7) (взамен старого) усваивать, приобретать(ἄλλους τρόπους Eur.)
8) вводить (у себя), устанавливать(εἶδος καινὸν μουσικῆς Plat.)
9) (взамен старого) посылать, отправлять(ἄλλας γραφάς Eur.)
10) (sc. χώραν) переселяться11) переходить -
7 υποφερω
(fut. ὑποίσω, aor. 1 ὑπήνεγκα - эп. ὑπήνεικα, aor. 2 ὑπήνεγκον)1) уносить прочь(τέν ναῦν εἰς τέν θάλασσαν Plut.)
μ΄ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες Hom. — меня унесли быстрые ноги2) уносить вниз(τοῖς ποταμος ὑποφέρεσθαι Plut.)
ὑποφέρεσθαι κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα Plut. — скатываться по скользким скалам;τὰ πράγματα μοχθηρῶς ὑποφερόμενα Plut. — дела, которые идут все хуже и хуже;ὑποφέρεσθαι πταίσμασί τινος Plut. — приходить из-за чьих-л. ошибок в упадок;δι΄ ἀσθένειαν ὑποφέρεσθαι Plut. — уступать по слабости (характера);ὑποφέρεσθαι κατὰ μικρόν Plut. — мало-помалу отставать (от истинного календаря);ἥ ὑποφερομένη Μαρίου στάσις Plut. — приходящая в упадок партия Мария3) выносить снизуὑ. τὸ ὑποκείμενον Arst. — удалять подпору
4) подгибать, поджимать(τὰ ὀπίσθια σκέλη Arst.)
5) подставлять(τι ταῖς πληγαῖς Plut.)
6) наносить(θανασίμους πληγάς Plut.)
7) поддерживать, нести на себе(δᾷδα ἡμμένην Plut.)
ὅπλα ὑ. Xen. — нести оружие (за кем-л.);τὰ τὰ σημεῖα δόρατα ὑποφέροντα Plut. — копья с находящимися на них значками8) приводить, доводитьὑ. εἰς νουθεσίαν καὴ διόρθωσιν Plut. — наставлять и исправлять;
πρὸς τὸ κομπῶδες ὑποφέρεσθαι Plut. — впадать в хвастливый тон9) выносить, переносить, выдерживать, терпеть(πόνους καὴ κινδύνους Isocr.; τὰς τῆς τύχης μεταβολάς Polyb.)
10) предлагать(σπονδαὴ ὑποφερόμεναι Xen.)
11) выставлять в качестве предлога, приводить в свое оправдание(τι Xen.)
12) подсказывать, внушать(ἐλπίδα τινός Soph.)
-
8 χρωμα
- ατος τό1) поверхность тела, кожа, преимущ. цвет кожиχ. οὐκ ἀλλάσσειν Eur. — не меняться в лице, т.е. оставаться невозмутимым;οὐ μεθίστησι τοῦ χρώματος Arph. — он и не краснеет (от стыда);παντοδαπὰ χρώματα ἀφιέναι ὑπό τινος Plat. — поминутно меняться в лице вследствие чего-л.2) краска(χρώματα καὴ ὀσμαί Plat.; χρωμάτων κρᾶσις Arst., Luc.)
διὰ χρωμάτων ἀπεικάζειν τι Xen. — изображать что-л. в красках;3) окраска, цвет(τοῦ πυρὸς χ. Arst.)
τὰς τῶν χρωμάτων λαμβάνειν μεταβολάς Arst. — менять окраску;ἄλλα χρώματα βάπτειν Plat. — окрашивать в другие цвета4) перен. колорит, оттенок, модуляция(τὰ τῆς μουσικῆς χρώματα Plat.)
χ. ἤθους Plut. — душевное своеобразие5) муз. хроматический строй, хроматизм Plut., Sext.
См. также в других словарях:
μεταβολᾶς — μεταβολεύς one who exchanges masc acc pl μεταβολή change fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολάς — μεταβολά̱ς , μεταβολή change fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… … Dictionary of Greek
Oleni — For a municipality in the prefecture of Achaea, see Olenia. There is also Oleni Island and Oleni in Russia. Oleni Ωλένη Location … Wikipedia
επιδοχή — ἐπιδοχή, ἡ (Α) [επιδέχομαι] παραδοχή, αποδοχή νέας καταστάσεως («ῥᾳδίας ἔχουσι τῶν πολιτειῶν τὰς μεταβολὰς καὶ ἐπιδοχάς» εύκολα μεταβάλλουν και αποδέχονται ένα νέο καθεστώς, Θουκ.) … Dictionary of Greek
συγκαταφθείρω — ΜΑ [καταφθείρω] καταστρέφω συγχρόνως («ἀγωνιῶν μὴ κατὰ τὰς μεταβολὰς τῶν πραγμάτων συγκαταφθείρη τοὺς ἰδίους στρατιώτας», Πολ.) … Dictionary of Greek
σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… … Dictionary of Greek
Γκούρας, Ιωάννης — (Γκουρίτσα, Παρνασσίδα 1791 – Αθήνα 1826).Αγωνιστής του 1821. Παιδί φτωχής και άσημης οικογένειας, σε ηλικία 17 ετών τάχθηκε στο σώμα του συγγενούς του αρματολού Δ. Πανουργιά· τρία χρόνια πριν από την Επανάσταση πέρασε στην υπηρεσία του Οδυσσέα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek