-
1 μεταβατικον
-
2 μεταβατικόν
μεταβατικόςable to pass from one place to another: masc acc sgμεταβατικόςable to pass from one place to another: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
μεταβατικόν — μεταβατικός able to pass from one place to another masc acc sg μεταβατικός able to pass from one place to another neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβατικός — ή, ό (Α μεταβατικός, ή, όν) [μεταβαίνω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός (α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ ἑτέρου εἰς ἕτερον»,… … Dictionary of Greek