Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μετέβᾰλον

  • 1 μεταβάλλω

    (αόρ. μετέβαλα и μετέβαλον, παθ. αόρ. μετεβλήθην) μετ.
    1) менять, изменять, переменять;

    μεταβάλλω γνώμην (την κατάσταση) — менять мнение (положение);

    2) превращать, обращать;

    μεταβάλλω τό νερό σε ατμό — превращать воду в пар;

    1) — подвергаться изменению; — меняться, изменяться; — переменяться;

    ο καιρός μετεβλήθη погода изменилась;
    η κατάσταση μετεβλήθη положение изменилось; 2) превращаться, обращаться;

    μεταβάλλομαι από υγρό σε αέριο — переходить из жидкого состояния в газообразное

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεταβάλλω

См. также в других словарях:

  • μετέβαλον — μεταβάλλω throw into a different position aor ind act 3rd pl μεταβάλλω throw into a different position aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»