-
1 μετά-κλησις
μετά-κλησις, ἡ, das Abrufen, Rufenlassen, nach Hesych. ἡ κλῆσις δι' ἑτέρου τινός.
-
2 μετάκλησις
μετά-κλησις, ἡ, das Abrufen, Rufenlassen
См. также в других словарях:
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek