-
1 μετάτροπος
μετάτροποςturning about: masc /fem nom sg -
2 μετάτροπος
μετάτροπ-ος, ον,A turning about, returning,μ. ἐκ βυθοῦ ἔρρων AP 7.506.5
(Leon.), cf. Call.Del.99; μ. αὖραι veering winds, E.El. 1147 (lyr.); (lyr.).2 turning round upon,δαίμων μ. ἐπί τινι A.Pers. 943
(lyr.); μετάτροπα ἔργα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes. Th.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάτροπος
-
3 μετάτροπον
μετάτροποςturning about: masc /fem acc sgμετάτροποςturning about: neut nom /voc /acc sg -
4 μετάτροπα
μετάτροποςturning about: neut nom /voc /acc pl -
5 μετάτροποι
μετάτροποςturning about: masc /fem nom /voc pl -
6 αὔρα
A breeze, esp. a cool breeze from water (cf. Arist. Mu. 394b13), or the fresh air of morning, once in Hom.,αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Od.5.469
, cf. h.Merc. 147, Hes. Op. 670, etc.: rare in early Prose,αὔρας ἀποπνεούσας [ὁ Νεῖλος] μοῦνος οὐ παρέχεται Hdt. 2.19
; , cf. X.HG 6.2.29, Smp.2.25.2 metaph., θυμιαμάτων αὖραι the steam of incense, Ar.Av. 1717; ξανθαῖσιν αὔραις σῶμα πᾶν ἀγάλλεται, of a well-fried fish, Antiph.217.22;δεῖπνον ὄζον αὔρας Ἀττικῆς Dionys.Com. 2.40
; αὔρῃ φιλοτησίῃ of the attractive influence of the female, Opp. H.4.114. -
7 μεταστρέφω
A turn about, turn round,τῶ κε Ποσειδάων.. αἶψα μεταστ ρέψειε νόον Il.15.52
;εἴ κεν Ἀχιλλεὺς ἐκ χόλου.. μεταστρέψῃ φίλον ἦτορ 10.107
;τὸ πρόσωπον πρός τι Pl.Smp. 190e
: —[voice] Med., (lyr.):— [voice] Pass., turn oneself about, turn about, whether to face the enemy,στῆ δὲ μεταστρεφθείς Il.11.595
, 15.591, cf. Hdt.7.211; or to flee, ; simply, turn round, Hdt.3.121, Pl.Phd. 116d, etc.; turn about (to see if any one follows), Ar.Lys. 125, D.21.221; recur,ἐπὶ τὰ προειρημένα Pl.Cra. 428d
.3 twist or turn all ways, ;λόγους ἄνω καὶ κάτω μ. Id.Phdr. 272b
; turn upside down,ἅπαντα μ. τύχη Philem.111
:—[voice] Pass., .4 misrepresent, [δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας] τὴν δύναμιν Pl.R. 367a
: generally, change, alter,τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι Arist.Rh. 1376b21
, cf. 1412a33; invert, τὰ τοῦ Ξενοφάνους ib. 1377a23:—[voice] Pass., ὁρᾷς γὰρ τἄμ' ὅσῳ μετεστράφη how my fortunes are changed, E.Ba. 1329;τὸ ψήφισμ' ὅπως μεταστραφείη Ar.Ach. 537
.II intr., turn another way, change one's ways, ἦ τι μεταστρέψεις; Il.15.203: [tense] aor. part. μεταστρέψας contrariwise, Pl.Grg. 457a (pl.), R. 587d.3 c. gen., care for, regard, E.Hipp. 1226.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταστρέφω
См. также в других словарях:
μετάτροπος — μετάτροπος, ον (Α) [μετατρέπω] 1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει («μετάτροποι πνέουσιν αὖραι», Ευρ.) 2. αυτός που στρέφεται προς κάτι ή γύρω από κάτι (α. «δαίμων μετάτροπος ἐπ ἐμοί», Αισχύλ. β. «ἔργα μετάτροπα» πράξεις που … Dictionary of Greek
μετάτροπος — turning about masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάτροπον — μετάτροπος turning about masc/fem acc sg μετάτροπος turning about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάτροπα — μετάτροπος turning about neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάτροποι — μετάτροπος turning about masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
μετατροπία — Μουσικός όρος που σημαίνει το πέρασμα από μια τονικότητα σε άλλη, στα πλαίσια μιας μουσικής φράσης ή περιόδου. Ο όρος συναντάται από πολύ νωρίς (ο Άγιος Αυγουστίνος, κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., χρησιμοποιεί τον όρο modulari) και αρχικά σήμαινε … Dictionary of Greek