Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μετάλμενος

См. также в других словарях:

  • μετάλμενος — μετά̱λμενος , μεθάλλομαι leap aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθάλλομαι — (Α) 1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.) 2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ ὃς κὲ σ ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ» Ομ. Ιλ.) 3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο)… …   Dictionary of Greek

  • επορέγω — ἐπορέγω (Α) [ορέγω] 1. προτείνω, προσφέρω, απονέμω («εἴ περ ἂν οὔτε Ζεὺς ἐπὶ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ κῡδος ὀρέξῃ», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ἐπορέγομαι εκτείνομαι, απλώνομαι προς τα εμπρός, φθάνω («ἔνθ’ ἐπορεξάμενος μεγαθύμου Τυδέως υἱὸς ἄκρην οὔτασε χεῑρα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»