-
1 μετάλμενος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάλμενος
-
2 μετάλμενος
μετάλμενος: see μεθάλλομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μετάλμενος
-
3 μετάλμενος
μετά̱λμενος, μεθάλλομαιleap: aor part mid masc nom sg -
4 μεθάλλομαι
A leap, rush upon, of warriors,οὔτασε.. μετάλμενος ὀξέϊ δουρί Il.5.336
;οὔτασε δουρὶ μ. 14.443
;Τρώεσσι μ. ἐν φόβον ὦρσε 13.362
; of a lion,ἥρπαξε μ. 12.305
, cf. Hld.10.30.II leap from one ship to another in a sea-fight,ἐς ἀλλήλους App.BC5.120
; spring from side to side, hither and thither,τᾷ καὶ τᾷ τὸν Ἔρωτα μετάλμενον Bion Fr.10.6
, cf. Hld.6.14, Them.Or.22.269c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθάλλομαι
-
5 ὀξυόδους
A with sharp teeth; in Nonn.D.40.484, with a neut.Subst. [suff] ὀξῠ-όεις, εσσα, εν, (ὀξύη) with beechen shaft, beechen,ἔγχεα ὀξυόεντα Il.5.568
, cf. 50, etc.;δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι 14.443
, cf. Eust.1951.2, Hsch.: the deriv. from ὀξύς is less probable.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυόδους
-
6 μεθάλλομαι
μεθ-άλλομαι: only aor. part., μετάλμενος, springing after or upon a person or thing, overtaking. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μεθάλλομαι
См. также в других словарях:
μετάλμενος — μετά̱λμενος , μεθάλλομαι leap aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθάλλομαι — (Α) 1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.) 2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ ὃς κὲ σ ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ» Ομ. Ιλ.) 3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο)… … Dictionary of Greek
επορέγω — ἐπορέγω (Α) [ορέγω] 1. προτείνω, προσφέρω, απονέμω («εἴ περ ἂν οὔτε Ζεὺς ἐπὶ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ κῡδος ὀρέξῃ», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ἐπορέγομαι εκτείνομαι, απλώνομαι προς τα εμπρός, φθάνω («ἔνθ’ ἐπορεξάμενος μεγαθύμου Τυδέως υἱὸς ἄκρην οὔτασε χεῑρα… … Dictionary of Greek