-
1 μετακοινος
2совместный, общийσυνδαίτωρ μ. Aesch. — сотрапезник;
παντὴ δόμῳ μετάκοινοι, sc. Μοῖραι Aesch. — Мойры, безотлучные спутницы каждого дома -
2 μετάκοινος
μετάκοινοςsharing in common: masc /fem nom sg -
3 μετάκοινος
μετάκοινος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάκοινος
-
4 μετάκοινος
-
5 μετάκοινοι
μετάκοινοςsharing in common: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
μετάκοινος — μετάκοινος, ον (Α) συμμέτοχος, κοινωνός («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κοινός (πρβλ. επί κοινος)] … Dictionary of Greek
μετάκοινος — sharing in common masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάκοινοι — μετάκοινος sharing in common masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek