Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μετάκοινος

См. также в других словарях:

  • μετάκοινος — μετάκοινος, ον (Α) συμμέτοχος, κοινωνός («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κοινός (πρβλ. επί κοινος)] …   Dictionary of Greek

  • μετάκοινος — sharing in common masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετάκοινοι — μετάκοινος sharing in common masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»