-
1 μεσ-αύλιος
μεσ-αύλιος, was den mittleren Hof betrifft, dah. ein Sklavenname, s. nom. pr.; – τὸ μεσαύλιον nach Suid. = μέσαυλον, – nach Eust. auch = μεσαυλικόν.
-
2 μεσαύλιος
μεσ-αύλιος, ον,A v.l. for μέσαυλος in Ph.2.327, cf. Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσαύλιος
-
3 μεσαύλιος
μεσ-αύλιος, was den mittleren Hof betrifft, dah. ein Sklavenname
См. также в других словарях:
προαύλιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται μπροστά από τον χώρο τής αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αὐλή (πρβλ. μεσ αύλιος)] … Dictionary of Greek