-
1 μέσο
meansΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μέσο
-
2 μεσόδοκον
A zona, trabes, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόδοκον
-
3 μεσόζευγμα
A a word which belongs equally to what precedes and to what follows, Diom.p.444 K.; also [suff] μεσό-ζευξις, εως, ἡ, Sacerd.p.456 K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόζευγμα
-
4 μεσονύκτιος
μεσο-νύκτιος, ον,A of or at midnight, ;ὥρα D.S.19.31
, cf. Anacreont.31.1: with a Verb, l.7(6).5;μ. ὠλλύμαν E. Hec. 914
(lyr.): neut. as Adv., Theoc.13.69: as Subst. [suff] μεσο-νύκτιον, τό, Hp.Morb.2.48, LXX Jd.16.3, Plu.Caes.43, Luc.Merc.Cond.26, Vett. Val.339.6;κατὰ τὸ μ. Str.2.5.42
, Act.Ap.16.25; at midnight,Ev.Marc.
13.35; μεσονύκτου seems to be f.l. in Arist. ap. Sotion p.185 W.—Poet. word acc. to Phryn.36:—the spelling [full] μεσᾰνύκτιον is v.l. in Ev.Marc. l. c., cf. POxy.1768.6 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσονύκτιος
-
5 μεσοπέρδην
μεσο-πέρδην, Adv., prob. Com. distortion of [suff] μεσο-φέρδην, term applied to a form of wrestling, Com.Adesp. 1078.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοπέρδην
-
6 μεσοπύλη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοπύλη
-
7 μεσοστύλιον
A space between columns, IG5(2).123 (Tegea, pl.), Agatharch.102 (pl.):—also [suff] μεσό-στῡλον, τό, Sch.Od.19.37, Hsch.s.v. μεσόδμαι, Cod.Just.1.4.26.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοστύλιον
-
8 μεσόβιος
μεσό-βῐος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόβιος
-
9 μεσόβραχυς
μεσό-βρᾰχυς, υ,A having a short syllable in the middle, name of the foot [pron. full] ¯ ¯ ?μεσόβραχυςX ¯ ¯ , Diom.p.481 K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόβραχυς
-
10 μεσόγαιος
A inland, in the heart of a country,μ. οἰκέειν Hdt.1.145
; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the inland road, Id.7.124, 9.89;μ. πόλεις Plb.2.5.2
; ὁ μ., opp. οἱ παράκτιοι, IG5(2).268.25 (Mantinea, i B. C.): [comp] Comp. μεσογαιότερος (v.l. - ειό-) Str.13.1.51: [dialect] Att. also [full] μεσόγεως, ων, Pl.Lg. 909c; [dialect] Ep. [full] μεσσόγεως Call.Dian.37.II as Subst. [full] μεσόγαια, ἡ, inland parts, interior, Hdt.1.175, 2.7,9, etc.; [full] μεσόγεια, ἡ, Th.1.100, 120, 6.88, D.18.301:—also [full] μεσόγαια, τά, App.BC4.53.III Μεσόγειοι, οἱ, inhabitants of the interior of Attica, IG22.1245.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόγαιος
-
11 μεσογάστωρ
A one who is amidships; or, girt about the waist, Epic. ap. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσογάστωρ
-
12 μεσογεωτικός
A inland, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσογεωτικός
-
13 μεσογονάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσογονάτιον
-
14 μεσόγραφος
μεσό-γρᾰφος, ον,A written in the middle: τὸ μ. a mean proportional found by the μεσόλαβος, Eratosth. 35.11(pl.);μεσόγοαφοι γραμμαί Plu.Marc.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόγραφος
-
15 μεσοδάκτυλον
μεσο-δάκτῠλον, τό,A space between two fingers or toes, Dsc.4.186 (condemned by Phryn. 172).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοδάκτυλον
-
16 μεσοδάκτυλος
μεσο-δάκτυλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοδάκτυλος
-
17 μεσοδερκής
μεσο-δερκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοδερκής
-
18 μεσοδόμιον
μεσο-δόμιον, τό,A v. μεσολάνιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοδόμιον
-
19 μεσόδομος
μεσό-δομος, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόδομος
-
20 μεσοειδής
μεσο-ειδής, ές, (cf.Aμέση 1
) in the region of the μέση, i.e. in the middle region of the voice,μελοποιΐα Aristid.
Quint.1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοειδής
См. также в других словарях:
μέσο — και μέσω επίρρ. τροπ., διαμέσου: Η πτήση έγινε μέσω Ρώμης. το 1. η μέση ενός πράγματος: Στο μέσο του τραπεζιού υπήρχε ένα κινέζικο βάζο. 2. η μέση μιας χρονικής διάρκειας ή ενέργειας (συνήθ. στον πληθ.): Θα φύγω από την πόλη στα μέσα της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσο- — και μεσό , α συνθετικό λέξεων που δηλώνει αυτό που βρίσκεται στη μέση ή μεταξύ: Μεσοπόλεμος, μεσονύχτι,μεσοκαλόκαιρο, μεσοπέλαγα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… … Dictionary of Greek
Μέσο Γερακάρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 237 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 12 χλμ. ΒΔ της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλυκών του νομού Ζακύνθου … Dictionary of Greek
μέσο νεύρο — Νεύρο στο χέρι, που ελέγχει τις κινήσεις των μυών του πήχη και του άκρου χεριού και μεταβιβάζει την αίσθηση από ένα τμήμα του χεριού … Dictionary of Greek
μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής … Dictionary of Greek
ενδοπλανητικό μέσο — (Αστρον.). Η ύλη που περιέχεται στο ηλιακό σύστημα στον χώρο μεταξύ των πλανητών. Ο χώρος αυτός είναι γεμάτος από αραιό ιονισμένο αέριο (ηλιακός άνεμος), που απομακρύνεται από τον ήλιο με υπερηχητικές ταχύτητες. Στο αέριο αυτό είναι ενσωματωμένο… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… … Dictionary of Greek
έλκηθρο — Μέσο μεταφοράς που χρησιμοποιείται για την κίνηση πάνω στο χιόνι ή στον πάγο. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο ή από σίδερο και αποτελείται από δύο πατίνια ενωμένα με τραβέρσες, πάνω στις οποίες είναι τοποθετημένο ένα αμάξωμα ή ένα κάθισμα. Το έ.… … Dictionary of Greek
απεργία — Μέσο συνδικαλιστικού διεκδικητικού αγώνα. Πρόκειται για πρόσκαιρη εγκατάλειψη της εργασίας, κατά τρόπο ομαδικό από μέρους των εργαζομένων, με σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων. Κατά το πρώτο μισό του 19ου αι., η συλλογική… … Dictionary of Greek