-
1 μεσονεως
См. также в других словарях:
μεσόνεως — μεσόνεως, ων (Α) (για κουπιά) αυτό που βρίσκεται στο μέσο τού πλοίου («ὥσπερ κώπη μεσόνεως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ναῦς, νεώς (πρβλ. λιπό νεως, περί νεως)] … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek