-
1 μεσό-κρᾱνον
μεσό-κρᾱνον, τό, die Mitte des Schädels, Poll. 2, 39.
-
2 μεσόκρανον
μεσό-κρᾱνον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόκρανον
-
3 μεσόκρᾱνον
μεσό-κρᾱνον, τό, die Mitte des Schädels
См. также в других словарях:
περίκρανον — τὸ, Α κάλυμμα κεφαλής, κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κρανον (< *κρανον, βλ. κρανίο), πρβλ. μεσό κρανον)] … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek