Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεσό-κρᾱνον

См. также в других словарях:

  • περίκρανον — τὸ, Α κάλυμμα κεφαλής, κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κρανον (< *κρανον, βλ. κρανίο), πρβλ. μεσό κρανον)] …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»