-
1 μεσό-ζευγμα
μεσό-ζευγμα, τό, Mittelband. Bei den Gramm. ein Wort, das zwei Satzglieder verbindet, ein Verbum, das auf zwei Satzglieder geht.
-
2 μεσόζευγμα
A a word which belongs equally to what precedes and to what follows, Diom.p.444 K.; also [suff] μεσό-ζευξις, εως, ἡ, Sacerd.p.456 K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόζευγμα
-
3 μεσόζευγμα
μεσό-ζευγμα, τό, Mittelband. Bei den Gramm. ein Wort, das zwei Satzglieder verbindet, ein Verbum, das auf zwei Satzglieder geht
См. также в других словарях:
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek