-
1 μεσο-πόρφυρος
μεσο-πόρφυρος, mit Purpur gemischt, dazwischen purpurn, Plut. Arat. 53, D. Cass. 78, 3 u. a. Sp.
-
2 μεσοπόρφυρος
μεσο-πόρφῠρος, ον,A mixed or shot with purple,οὐχ ὅλως λευκὸν ἀλλὰ μ. Plu.Arat.53
;χλαμύς D.C.78.3
; τὰ μ. (sc. ἱμάτια) LXX Is.3.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοπόρφυρος
-
3 μεσοπόρφυρος
μεσο-πόρφυρος, mit Purpur gemischt, dazwischen purpurn -
4 μεσοπορφυρος
См. также в других словарях:
μεσοπόρφυρος — μεσοπόρφυρος, ον (Α) 1. αυτός που είναι πορφυρός στο μέσο, που έχει πορφυρές σειρές 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσοπόρφυρα ενδύματα με πορφυρά τμήματα, με πορφυρές γραμμές («καὶ τὰ περιπόρφυρα καὶ τὰ μεσοπόρφυρα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + … Dictionary of Greek