-
1 μεσοπόντιος
μεσο-πόντιος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοπόντιος
См. также в других словарях:
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
μεσοπόντιος — μεσοπόντιος, ὁ (Α) (ως προσωνυμία τού Ποσειδώνος) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πόντιος (< πόντος), πρβλ. υπερ πόντιος] … Dictionary of Greek