-
1 μεσο-δερκής
μεσο-δερκής, ές, in der Mitte, zwischen andern Dingen gesehen, Maneth. 4, 583.
-
2 μεσοδερκής
μεσο-δερκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοδερκής
-
3 μεσοδερκής
μεσο-δερκής, ές, in der Mitte, zwischen andern Dingen gesehen
См. также в других словарях:
νεκροδερκής — νεκροδερκής, ές (Α) αυτός που έχει όψη νεκρού, που φαίνεται όμοιος με νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. λιθο δερκής, μεσο δερκής] … Dictionary of Greek
μεσοδερκής — μεσοδερκής, ές (Α) αυτός ο οποίος βλέπει προς το μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. οξυ δερκής] … Dictionary of Greek