-
1 μεσονυκτιον
-
2 μεσονύκτιον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεσονύκτιον
-
3 μεσονύκτιον
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μεσονύκτιον
-
4 μεσονύκτιον
-
5 μεσονύκτιον
полуночный; как сущ. полночь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεσονύκτιον
-
6 μεσονύκτιον
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μεσονύκτιον
-
7 3317
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3317
См. также в других словарях:
μεσονύκτιον — of neut nom/voc/acc sg μεσονύκτιος of masc/fem acc sg μεσονύκτιος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονυκτίοις — μεσονύκτιον of neut dat pl μεσονύκτιος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονυκτίου — μεσονύκτιον of neut gen sg μεσονύκτιος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονυκτίων — μεσονύκτιον of neut gen pl μεσονύκτιος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονυκτίῳ — μεσονύκτιον of neut dat sg μεσονύκτιος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονύκτια — μεσονύκτιον of neut nom/voc/acc pl μεσονύκτιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσονύκτιος — και μεσονύχτιος α, ο (ΑM μεσονύκτιος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής νύχτας ή που συμβαίνει κατά τα μεσάνυχτα («μεσονυκτίοις ποθ ὥραις», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσονύκτιο αρχ. 1. (το ουδ. ως χρον. επίρρ.) μεσονύκτιον… … Dictionary of Greek
ASIA Major — una ex tribus orbis partibus veteribus cognitis, reliquas duas simul acceptas magnitudine superans, in ortum maxime extensa, Indicô, Eoô, et Scythicô Oceanô, perfusa; ab Europa ad occidentem Tanai fluv. mari Euxinô, et Aegaeô separata, ab Africa… … Hofmann J. Lexicon universale
NOX — I. NOX Dies in lusu Graecorum, quem ὀςτράκου περιςτροφὴν, testae conversionem, dixêre, vide infra Testa. II. NOX ab antiquis ut Dea culta fuit: eam mulieris formâ effinxêre, nigris expansis alis, quae volare videretur. Pulchra est apud Pausaniam… … Hofmann J. Lexicon universale
μεσάνυχτα — τα 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) επίρρ. κατά την ώρα τού μεσονυκτίου («μάς ήρθε μεσάνυχτα, ζαλισμένος μάλιστα») 2. το μέσο τής νύχτας, η 12η νυκτερινή ώρα, το μεσονύχτι («αρματωμένους καβαλλάρηδες που τα μεσάνυχτα περνούν», δημ. τραγούδι) 3. (κατ… … Dictionary of Greek
μεσήμβριον — και μεσέμβριον, τὸ (Α) η μεσημβρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μεσημβρία κατά τα ουδ. σε ον (πρβλ. μεσονύκτιον)] … Dictionary of Greek