-
1 μεσολαβή
μεσολαβέωseize: pres subj mp 2nd sgμεσολαβέωseize: pres ind mp 2nd sgμεσολαβέωseize: pres subj act 3rd sg -
2 μεσολαβῇ
μεσολαβέωseize: pres subj mp 2nd sgμεσολαβέωseize: pres ind mp 2nd sgμεσολαβέωseize: pres subj act 3rd sg
См. также в других словарях:
μεσολαβή — η 1. το πιάσιμο της μέσης με τα δύο χέρια. 2. το σφίξιμο της μέσης του αντιπάλου στο αγώνισμα της πάλης: Κέρδισε τον αγώνα με μεσολαβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσολαβή — η 1. (ως άσκηση γυμναστικής) το πιάσιμο τής μέσης με τα δύο χέρια 2. (στο αγώνισμα τής πάλης) λαβή που γίνεται από τον παλαιστή, ο οποίος συσφίγγει με τα δύο χέρια τη μέση τού αντιπάλου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + λαβή (πρβλ. χειρο λαβή)] … Dictionary of Greek
μεσολαβῇ — μεσολαβέω seize pres subj mp 2nd sg μεσολαβέω seize pres ind mp 2nd sg μεσολαβέω seize pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιμεσολαβή — η (γυμναστ.) μεσολαβή με το ένα μόνο χέρι … Dictionary of Greek