Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μεσολαβής

См. также в других словарях:

  • μεσολαβής — μεσολαβής, ές (Α) αυτός τον οποίο πιάνει ή κρατά κανείς από τη μέση («ὄνειδος... ἔτυψεν δίκαν διφρηλάτου μεσολαβεῑ κέντρῳ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσο * + λαβής (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. λαβή, ἔ λαβ ον), πρβλ. ευ λαβής] …   Dictionary of Greek

  • μεσολαβῶς — μεσολαβής held by the middle adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσολαβεῖ — μεσολαβέω seize pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) μεσολαβέω seize pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) μεσολαβής held by the middle masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μεσολαβής held by the middle masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσολαβῶν — μεσολαβέω seize pres part act masc nom sg (attic epic doric) μεσολαβής held by the middle masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»