-
1 вмешаться
вмешаться, вмеш и ваться επεμβαίνω, μεσολαβώ· ανακα τεύομαι (впутываться)* * *= вмешиватьсяεπεμβαίνω, μεσολαβώ; ανακατεύομαι ( впутываться) -
2 intercede
[intə'si:d]1) (to try to put an end to a fight, argument etc between two people, countries etc: All attempts to intercede between the two nations failed.) μεσολαβώ2) (to try to persuade someone not to do something to someone else: The condemned murderer's family interceded (with the President) on his behalf.) μεσολαβώ• -
3 intervene
[intə'vi:n]1) (to interfere in a quarrel: He intervened in the dispute.) μεσολαβώ,παρεμβαίνω2) (to be or come between, in place or time: A week intervened before our next meeting.) μεσολαβώ• -
4 вступаться
вступать||ся(за кого-л.) παρεμβαίνω, μεσολαβώ προς χάριν κάποιου, ὑπερασπίζομαι κάποιον/ παίρνω τό μέρος κάποιου (принимать чью-λ. сторону). -
5 посредник
посредни||км ὁ διάμεσος, ὁ μεσολαβών, ὁ μεσίτης:выступить \посредникком μεσολαβώ. -
6 посредничать
посредни||чатьнесов μεσολαβώ, μεσιτεύω· \посредничатьчество с ἡ μεσολαβηση [-ις]:при \посредничатьчестве кого́-л. μέ μεσολάβηση, διά μέσολαβήσεως, διά μέσου κάποιου. -
7 хлопотать
хлопот||атьнесов1. ἀσχολούμαι, καταγίνομαι, κοπιάζω:\хлопотать по хозяйству ἀσχολοῦμαι μέ τό νοικοκυριό·2. (о чем-либо) φροντίζω, κάνω ἐνέργειες·3. (за кого-л.) ἐνεργώ γιά κάποιον, μεσολαβώ. -
8 ходатайствовать
ходатай||ствоватьнесов ζητώ, αίτοβμαι:\ходатайствоватьствовать за кого-л. μεσολαβώ. -
9 mediate
['mi:dieit](to try to settle a dispute between people who are disagreeing: The United States is trying to mediate (in the dispute) between these two countries.) μεσολαβώ- mediator -
10 посредник
-а α.-ца, -ы θ.1. μεσίτης•торговый посредник εμπορομεσίτης.
2. μεσολαβητής, μεσάζων•выступить -ом μεσολαβώ, μεσιτεύω.
3. διαιτητής. -
11 посредничать
ρ.δ.βλ. μεσολαβώ, μεσιτεύω.
См. также в других словарях:
μεσολαβώ — μεσολαβώ, μεσολάβησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεσολαβώ — (ΑM μεσολαβῶ, έω) βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο, διακόπτω, λύνω τη συνέχεια νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ προσώπων ή κρατών για την επίλυση διαφοράς ή για την επίτευξη συμφωνίας («μεσολάβησα και τελικά τούς συμβίβασα») 2. κάνω ενέργειες σε κάποιον… … Dictionary of Greek
μεσολαβώ — μεσολάβησα, παρεμβαίνω ανάμεσα σε δυο για συμβιβασμό, συμφιλίωση, συμφωνία κτλ.: Ήρθαν στα χέρια και η αστυνομία μεσολάβησε για να τους χωρίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσολάβῳ — μεσόγραφος written in the middle masc/fem/neut dat sg μεσόλαβον mesolabe neut dat sg μεσόλαβος mesolabe masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλανθρωπίζω — μεσολαβώ για συμβιβασμό … Dictionary of Greek
μεσιτεύω — μεσολαβώ για σύναψη συμφωνίας σε αγοραπωλησία, ενοικίαση κτλ.: Μεσίτευσε εσύ για λογαριασμό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προξενεύω — Ν 1. μεσολαβώ για τη σύναψη συνοικεσίου («τού προξενεύει ένα όμορφο κορίτσι») 2. μεσολαβώ για τη σύναψη συμφωνίας, κυρίως για μίσθωση υπηρεσιών («αυτός που μού προξένεψες αποδείχθηκε ανέντιμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προξενώ, κατά το παντρ εύω] … Dictionary of Greek
προξενεύω — προξένεψα, προξενεμένος 1. μεσολαβώ σε σύναψη συνοικεσίου: Του προξενεύουνε ένα καλό κορίτσι. 2. μεσολαβώ, μεσιτεύω για αγοραπωλησία ή για μίσθωση εργασίας ή κτήματος: Μου προξενέψανε ένα καλό κτήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμεσολάβητος — η, ο (Μ ἀμεσολάβητος, ον) [μεσολαβῶ] αυτός που γίνεται δίχως μεσολάβηση, δίχως την παρέμβαση τρίτου … Dictionary of Greek
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
διαμεσάζω — (Α διαμεσάζω) [μεσάζω] 1. μεσολαβώ 2. (για χρονικό διάστημα) περνώ το μισό … Dictionary of Greek