Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μεσογείᾳ

См. также в других словарях:

  • μεσογεία — μεσογείᾱ , μεσόγαιος inland fem nom/voc/acc dual μεσογείᾱ , μεσόγαιος inland fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μεσογείᾱ , μεσόγεια inland fem nom/voc/acc dual μεσογείᾱ , μεσόγεως inland fem nom/voc/acc dual μεσογείᾱ , μεσόγεως inland fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσογείᾳ — μεσογείᾱͅ , μεσόγαιος inland fem dat sg (attic doric aeolic) μεσογείᾱͅ , μεσόγεια inland fem dat sg (attic doric aeolic) μεσογείᾱͅ , μεσόγεως inland fem dat sg (attic doric aeolic) μεσογείᾱͅ , μεσόγεως inland fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόγεια — μεσόγαιος inland neut nom/voc/acc pl μεσόγεια inland fem nom/voc sg μεσόγεως inland fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεσόγεια — Πεδιάδα της Αττικής (μήκος 25 χλμ., πλάτος περίπου 14 χλμ., κατώτερο υψόμ. 228 μ.) ΝΑ της Αθήνας, η αρχαία Μεσόγαια ή Μεσογαία. Συνδέεται με το λεκανοπέδιο της Αττικής στον μεγάλο αυχένα ανάμεσα στα βουνά Υμηττός και Πεντελικό, όπου βρίσκεται το… …   Dictionary of Greek

  • μεσογείας — μεσογείᾱς , μεσόγαιος inland fem acc pl μεσογείᾱς , μεσόγαιος inland fem gen sg (attic doric aeolic) μεσογείᾱς , μεσόγεια inland fem acc pl μεσογείᾱς , μεσόγεια inland fem gen sg (attic doric aeolic) μεσογείᾱς , μεσόγεως inland fem acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσογείαι — μεσογείᾱͅ , μεσόγαιος inland fem dat sg (attic doric aeolic) μεσογείᾱͅ , μεσόγεια inland fem dat sg (attic doric aeolic) μεσογείᾱͅ , μεσόγεως inland fem dat sg (attic doric aeolic) μεσογείᾱͅ , μεσόγεως inland fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσογείαν — μεσογείᾱν , μεσόγαιος inland fem acc sg (attic doric aeolic) μεσογείᾱν , μεσόγεως inland fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόγειαν — μεσόγεια inland fem acc sg μεσόγεως inland fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόγειος — α, ο, θηλ. και ος και μεσόγαιος, α, ο (Α μεσόγειος, ον, θηλ. και μεσόγεια, μεσόγαιος, ον, θηλ. και μεσόγαια, και μεσαίγεως, ων, Α αττ. τ. μεσόγεως, ων, επικ. τ. μεσσόγεως, ων) 1. αυτός που βρίσκεται στην ξηρά, μακριά από τη θάλασσα, χερσαίος,… …   Dictionary of Greek

  • АТТИКА —    • Attĭca,          ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму …   Реальный словарь классических древностей

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»