-
1 μεσηρεύω
-
2 μεσηρεύω
См. также в других словарях:
μεσηρεύω — (Α) [μεσήρης] βρίσκομαι στο μέσο, μένω ή είμαι ουδέτερος μεταξύ δύο αντιμαχομένων … Dictionary of Greek
μεσηρεύειν — μεσηρεύω to be neutral pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)