-
61 λίψ
3 the West, opp. ἀπηλιώτης, PTeb. 14.19 (ii B. C.), Vett.Val.8.5, Paul.Al.A.2, Herm. ap. Stob.1.21.9, 1.49.45; rarely in LXX, 2 Ch.32.30, 33.14, Thd.Da.8.5; λιβός or λίβα εἰς ἀπηλιώτην from West to East, BGU1037.15 (i A. D.), CPR28.21 (ii A.D.).4 Astron., πρωινὸς λ., μεσημβρινὸς λ., ὀψινὸς λ., position of a star on the W. horizon at sunrise, midday, or sunset, Ptol.Alm. 8.4.------------------------------------A stream, ἐξ ὀμμάτων λείβουσι.. λίβα (Burges for δία) A.Eu.54; ἀφθονέστερον λίβα f.l. in A.Fr.72;μέλιτος λίβα A.R.4.1454
.2 = λοιβή, libation,φιλοσπόνδου λιβός A.Ch. 292
;εὐκταίαν λίβα Id.Fr.55
.------------------------------------ -
62 μεσημβριάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσημβριάς
-
63 μεσημέριος
μεσ-ημέριος, ον,A = μεσημβρινός: τὸ μεσαμέριον at midday, Theoc.7.21:—also [suff] μες-ήμερον, τό, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσημέριος
-
64 μεσημβρία
Grammatical information: f.Meaning: `midday', as direction `south' (Att. A.);Derivatives: μεσημβρινός (Att.), Dor. (Theoc.) μεσαμβρινός `of the midday, southern' (after the adj. of time in - ινός; cf. Risch Mus. Helv. 2, 17); μεσήμβριος `southern' (Ruf. ap. Orib.), f. μεσημβριάς (Nonn.); also (after Dor. ἀμέρα) τὸ μεσᾱμέριον `on the midday' (Theoc.). Denomin.: μεσημβρ-ιάζω (Pl.), - ίζω (Str.), ptc. - ιάων, - ιόων (AP, A. R.) `pass the midday, culminate', of sun and stars.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Abstract formation in - ία from μέσον ἆμαρ or from a (supposed) adj. PGr. *μέσ-ᾱμ(β)ρ-ος, - ιος `of the middle of the day' to the zero grade of ἆμαρ `day'; from this with PGr. shortening μεσ-ᾰμβρ-ία, - ίη (Schwyzer 279) and, with analogical η after ἦμαρ, ἡμέρα, μεσ-ημβρ-ία.Page in Frisk: 2,213Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μεσημβρία
См. также в других словарях:
μεσημβρινός — belonging to noon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek
μεσημβρινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, ο μεσημεριανός: Μεσημβρινός ύπνος. 2. αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, προς το νότο: Μεσημβρινό δωμάτιο. 3. αυτός που κατοικεί στο νότο: Μεσημβρινοί λαοί. ο (αστρον.), ο μέγιστος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεσημβρινός Αστέρας — Αναφέρεται και με την ονομασία Αστέρας του Νότου. Μεγάλο διαμάντι (128,83 καράτια) που βρέθηκε το 1853 στις αδαμαντοφόρους άμμους του ποταμού Μπαγκαγκέν της Βραζιλίας … Dictionary of Greek
μεσημβρινά — μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc pl μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc/acc dual μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινώτερον — μεσημβρινός belonging to noon adverbial comp μεσημβρινός belonging to noon masc acc comp sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινωτάτων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen superl pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινωτέρων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen comp pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινῶν — μεσημβρινός belonging to noon fem gen pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινόν — μεσημβρινός belonging to noon masc acc sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινώτατα — μεσημβρινός belonging to noon adverbial superl μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)