-
21 μεσημβρινωτάτην
μεσημβρινόςbelonging to noon: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
22 μεσημβρινωτάτοις
μεσημβρινόςbelonging to noon: masc /neut dat superl pl -
23 μεσημβρινωτάτους
μεσημβρινόςbelonging to noon: masc acc superl pl -
24 μεσημβρινωτέρους
μεσημβρινόςbelonging to noon: masc acc comp pl -
25 μεσημβρινή
μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
26 μεσημβρινήν
μεσημβρινόςbelonging to noon: fem acc sg (attic epic ionic) -
27 μεσημβρινώτατοι
μεσημβρινόςbelonging to noon: masc nom /voc superl pl -
28 μεσημβρινώτερα
μεσημβρινόςbelonging to noon: neut nom /voc /acc comp pl -
29 μεσημβρινώτεροι
μεσημβρινόςbelonging to noon: masc nom /voc comp pl -
30 μεσαμβρινά
μεσᾱμβρινά, μεσημβρινόςbelonging to noon: neut nom /voc /acc pl (doric)μεσᾱμβρινά̱, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc /acc dual (doric)μεσᾱμβρινά̱, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
31 μεσαμβρινόν
μεσᾱμβρινόν, μεσημβρινόςbelonging to noon: masc acc sg (doric)μεσᾱμβρινόν, μεσημβρινόςbelonging to noon: neut nom /voc /acc sg (doric) -
32 μεσημβρινωτέρα
μεσημβρινωτέρᾱ, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc /acc comp dualμεσημβρινωτέρᾱ, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
33 μεσημβρινωτέρας
μεσημβρινωτέρᾱς, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem acc comp plμεσημβρινωτέρᾱς, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
34 μεσημβρινών
μεσημβρινόςbelonging to noon: fem gen plμεσημβρινόςbelonging to noon: masc /neut gen pl -
35 μεσημβρινῶν
μεσημβρινόςbelonging to noon: fem gen plμεσημβρινόςbelonging to noon: masc /neut gen pl -
36 μεσ-ημβρινός
μεσ-ημβρινός (für μεσημερινός), mittägig, zu Mittag, κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Ar. Vesp. 774 u. Sp., ἀήρ, Luc. Hipp. 7. – Τὸ μεσημβρινόν, die Mittagszeit, der Mittag, Schäf. Long. p. 356; adverbial, Mittags, Theocr. 1, 15. 10, 48; Nic. Ther. 401 ohne Artikel, wie Luc. Anach. 25. – 'Ὁ μεσαμβρινὸς ᾠδός heißt die Cicade, Ep. ad. 175 (IX, 584); vgl. Ar. Av. 1095, ὁ ϑεσπέσιος ὀξὺ μέλοι ἀχέτας ϑάλπεσι μεσημβρινοῖς ἡλιομανὴς βοᾷ, weil sie um Mittag singt. – Auch = gegen Mittag gelegen, südlich, Aesch. Prom. 721; τὰ μεσ., sc. χωρία, Thuc. 6, 2; ὁ μεσ. κύκλος, der Mittagskreis, Meridian. [Sp. D. von Callim. an brauchen ι auch nach Versbedürfniß lang; vgl. Jacobs Anth. Pal. p. 602.]
-
37 εγειρω
(pf. ἐγήγερκα; pass.: fut. ἐγερθήσομαι, aor. ἐγέρθην, pf. ἐγήγερμαι, ppf. ἐγηγέρμην)1) будить, пробуждать(τινὰ ἐξ ὕπνου Hom.; τινά Aesch.; ὑπνώδεα εὐνᾶς Eur.; ἀπὸ и ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι NT.)
; med. пробуждаться, просыпаться, вставать(ἐξ ὕπνου Hom.)
κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Arph. — даже если ты проснешься не раньше полудня2) воскрешать(τοὺς νεκρούς, ἀπὸ τῶν и ἐκ νεκρῶν NT.)
; перен. восстанавливать, отстраивать(ναόν NT.)
3) побуждать, подгонять, тж. поощрять(τινὰ ἐπὴ ἔργον Hes.; τὸν ἀκόλαστον ἐπὴ τέν ἡδονήν Plut.)
4) разжигать раздувать(λαμπάδας Arph.; φλόγα Xen.)
; перен. разжигать, возбуждать(μάχην Hes.; πόλεμον Thuc.; ἐπιθυμίας, ὠδῖνας Plat.; Κύπριν Anth.)
ἐγειρομένου χειμῶνος Her. — в случае, если разразится буря;ἐγηγερμένοι ἦσαν Thuc. — они воспрянули духом5) заставлять звучатьἐ. λύραν Pind. — играть на лире;
ἐ. θρῆνον Soph. — поднимать жалобный вопль;ἐ. τὸν μῦθον Plat. — начинать рассказ6) воздвигать, строить(ἐγεῖραι νεών Luc.; πόλιν Anth.)
7) (pf. в знач. praes. ἐγρήγορα, ppf. в знач. impf. ἐγρηγόρειν и ἠγρηγόρειν) проснуться, встатьἐγρήγορθε ἕκαστος Hom. — пусть никто из вас не спит;
τὸ ἐγρηγορέναι Arst. — бодрствование;перен. — быть настороже, быть бдительным (φρονεῖν καὴ ἐγρηγορέναι Xen.) -
38 μεσαμβριναί
μεσᾱμβριναί, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc pl (doric) -
39 μεσαμβρινός
μεσᾱμβρινός, μεσημβρινόςbelonging to noon: masc nom sg (doric) -
40 μεσημβρινή
См. также в других словарях:
μεσημβρινός — belonging to noon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek
μεσημβρινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, ο μεσημεριανός: Μεσημβρινός ύπνος. 2. αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, προς το νότο: Μεσημβρινό δωμάτιο. 3. αυτός που κατοικεί στο νότο: Μεσημβρινοί λαοί. ο (αστρον.), ο μέγιστος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεσημβρινός Αστέρας — Αναφέρεται και με την ονομασία Αστέρας του Νότου. Μεγάλο διαμάντι (128,83 καράτια) που βρέθηκε το 1853 στις αδαμαντοφόρους άμμους του ποταμού Μπαγκαγκέν της Βραζιλίας … Dictionary of Greek
μεσημβρινά — μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc pl μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc/acc dual μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινώτερον — μεσημβρινός belonging to noon adverbial comp μεσημβρινός belonging to noon masc acc comp sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινωτάτων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen superl pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινωτέρων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen comp pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινῶν — μεσημβρινός belonging to noon fem gen pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινόν — μεσημβρινός belonging to noon masc acc sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινώτατα — μεσημβρινός belonging to noon adverbial superl μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)