-
1 μεσημβρινος
31) полуденный, полдневный(θάλπη Aesch.)
ὅ μ. ᾠδός Anth. = ὅ τέττιξ;κἂν ἔγρῃ μ. Arph. — если ты проснешься в полдень2) полуденный, южный(κέλευθος Aesch.)
-
2 μεσημβρινός
μεσημβρινόςbelonging to noon: masc nom sg -
3 μεσημβρινός
η, ό[ν] 1.1) полуденный, полдневный; послеобеденный;μεσημβρινό φαγητό — обед;
μεσημβρινός ύπνος — послеобеденный сон;
2) южный;μεσημβρινοί άνεμοι — южные ветры;
μεσημβρινό δωμάτιο — комната, выходящая на юг;
3) меридиональный, меридианный;2. (ο) астр., геогр. меридиан -
4 μεσημβρινός
A belonging to noon, noontide,εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις.. εὕδοι πεσών A.Ag. 565
; μεσημβρινοῖσι θάλπεσι in the noonday heats, Id.Th. 431, cf. 381, Ar.Av. 1096;κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Id.V. 774
, cf. Ach.40;μ. δαιμόνιον LXX Ps.90(91).6
; ὁ μ. ᾠδός, of the cicada, AP 9.584.11; τὸ μεσαμβρινόν at noon, Theoc.1.15, 10.48, Luc.Anach.25: without the Art., Nic.Th. 401; ὁ μ. κύκλος the meridian, Euc.Phaen. p.6 M., Gem.2.25: without κύκλος, Arist.Mete. 362b11, 375b29, Hipparch. 3.1.1, al., Str.2.1.10, Cleom.1.8, etc., cf. Theo Sm.p.131 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσημβρινός
-
5 μεσημβρινός
-ή,-όν A 0-0-1-2-1=4 Is 16,3; Ps 90(91),6; Jb 5,14; 1 Ezr 9,41belonging to noon, at midday Ps 90(91),6; τὸ μεσημβρινόν midday, noon 1 Ezr 9,41 -
6 μεσημβρινός
μεσ-ημβρινός, mittägig, zu Mittag. Τὸ μεσημβρινόν, die Mittagszeit, der Mittag; adverbial, Mittags. ' Ὁ μεσαμβρινὸς ᾠδός heißt die Cicade; ὁ ϑεσπέσιος ὀξὺ μέλοι ἀχέτας ϑάλπεσι μεσημβρινοῖς ἡλιομανὴς βοᾷ, weil sie um Mittag singt. Auch = gegen Mittag gelegen, südlich; ὁ μεσ. κύκλος, der Mittagskreis, Meridian -
7 μεσημβρινός
меридиjанГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μεσημβρινός
-
8 μεσημβρινός
meridyen -
9 μεσημβρινός
méridien -
10 μεσημβρινός
południowy przym. -
11 μεσημβρινός
southernΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μεσημβρινός
-
12 meridyen
μεσημβρινός -
13 méridien
μεσημβρινός -
14 μεσημβρινά
μεσημβρινόςbelonging to noon: neut nom /voc /acc plμεσημβρινά̱, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc /acc dualμεσημβρινά̱, μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 μεσημβρινώτερον
μεσημβρινόςbelonging to noon: adverbial compμεσημβρινόςbelonging to noon: masc acc comp sgμεσημβρινόςbelonging to noon: neut nom /voc /acc comp sg -
16 μεσημβρινωτάτων
μεσημβρινόςbelonging to noon: fem gen superl plμεσημβρινόςbelonging to noon: masc /neut gen superl pl -
17 μεσημβρινωτέρων
μεσημβρινόςbelonging to noon: fem gen comp plμεσημβρινόςbelonging to noon: masc /neut gen comp pl -
18 μεσημβρινόν
μεσημβρινόςbelonging to noon: masc acc sgμεσημβρινόςbelonging to noon: neut nom /voc /acc sg -
19 μεσημβρινώτατα
μεσημβρινόςbelonging to noon: adverbial superlμεσημβρινόςbelonging to noon: neut nom /voc /acc superl pl -
20 μεσημβριναί
μεσημβρινόςbelonging to noon: fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
μεσημβρινός — belonging to noon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek
μεσημβρινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, ο μεσημεριανός: Μεσημβρινός ύπνος. 2. αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, προς το νότο: Μεσημβρινό δωμάτιο. 3. αυτός που κατοικεί στο νότο: Μεσημβρινοί λαοί. ο (αστρον.), ο μέγιστος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεσημβρινός Αστέρας — Αναφέρεται και με την ονομασία Αστέρας του Νότου. Μεγάλο διαμάντι (128,83 καράτια) που βρέθηκε το 1853 στις αδαμαντοφόρους άμμους του ποταμού Μπαγκαγκέν της Βραζιλίας … Dictionary of Greek
μεσημβρινά — μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc pl μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc/acc dual μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινώτερον — μεσημβρινός belonging to noon adverbial comp μεσημβρινός belonging to noon masc acc comp sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινωτάτων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen superl pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινωτέρων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen comp pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινῶν — μεσημβρινός belonging to noon fem gen pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινόν — μεσημβρινός belonging to noon masc acc sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινώτατα — μεσημβρινός belonging to noon adverbial superl μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)