Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεσημβρινός

См. также в других словарях:

  • μεσημβρινός — belonging to noon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… …   Dictionary of Greek

  • μεσημβρινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεσημέρι, ο μεσημεριανός: Μεσημβρινός ύπνος. 2. αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, προς το νότο: Μεσημβρινό δωμάτιο. 3. αυτός που κατοικεί στο νότο: Μεσημβρινοί λαοί. ο (αστρον.), ο μέγιστος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεσημβρινός Αστέρας — Αναφέρεται και με την ονομασία Αστέρας του Νότου. Μεγάλο διαμάντι (128,83 καράτια) που βρέθηκε το 1853 στις αδαμαντοφόρους άμμους του ποταμού Μπαγκαγκέν της Βραζιλίας …   Dictionary of Greek

  • μεσημβρινά — μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc pl μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc/acc dual μεσημβρινά̱ , μεσημβρινός belonging to noon fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινώτερον — μεσημβρινός belonging to noon adverbial comp μεσημβρινός belonging to noon masc acc comp sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινωτάτων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen superl pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινωτέρων — μεσημβρινός belonging to noon fem gen comp pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινῶν — μεσημβρινός belonging to noon fem gen pl μεσημβρινός belonging to noon masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινόν — μεσημβρινός belonging to noon masc acc sg μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσημβρινώτατα — μεσημβρινός belonging to noon adverbial superl μεσημβρινός belonging to noon neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»