Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μεσεγγύημα

См. также в других словарях:

  • μεσεγγύημα — money neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσεγγύημα — το (Α μεσεγγύημα και μεσεγγύωμα) [μεσεγγυώ] το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο στοιχείο ή και το ποσό χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο άτομο μέχρι την επίλυση τής διαφοράς ανάμεσα σε αυτούς που τό διεκδικούν …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγυήματα — μεσεγγύημα money neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσεγγυήματι — μεσεγγύημα money neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσεγγυήματος — μεσεγγύημα money neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσέγγυον — μεσέγγυον, τὸ (Α) 1. μεσεγγύημα 2. παρακαταθήκη 3. ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου *μεσέγγυος κατά τα ουδ. ενέχυρον, δάνειον κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

  • μεσίδιον — μεσίδιον, τὸ (Α) μεσεγγύημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθ. μεσίδιος*] …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγυητής — ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM μεσεγγυητής) [μεσεγγυώ] πρόσωπο που αναλαμβάνει το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυούχος …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγυούχος — ο αυτός στον οποίο κατατίθεται το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσέγγυον + οῦχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύωμα — μεσεγγύωμα, ατος, τὸ (Α) βλ. μεσεγγύημα …   Dictionary of Greek

  • μεσιδιώ — μεσιδιῶ, και μεσειδιῶ, όω (Α) [μεσίδιος] καταθέτω μεσεγγύημα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»