-
1 μεσεγγυημα
- ατος τό внесенное в депозит, залог (внесенный третьему лицу) Aeschin. -
2 μεσεγγύημα
μεσεγγύημαmoney: neut nom /voc /acc sg -
3 μεσεγγύημα
A money or pledge deposited with a third party, [name] X.ap.Poll.8.28, Aeschin.3.125, Hyp.Fr. 254, App.BC2.19, BGU 592ii9 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσεγγύημα
-
4 μεσεγγύημα
μεσ-εγγύημα, τό, das bei einem Dritten niedergelegte Geld, die Bürgschaft -
5 μεσεγγυήματα
μεσεγγύημαmoney: neut nom /voc /acc pl -
6 μεσεγγυήματι
μεσεγγύημαmoney: neut dat sg -
7 μεσεγγυήματος
μεσεγγύημαmoney: neut gen sg -
8 μεσεγγυωμα
τό Isocr. = μεσεγγύημα См. μεσεγγυημα -
9 μεσεγγύωμα
μεσεγγύωμα, τό, s. μεσεγγύημα.
-
10 μεσεγγύωμα
A = μεσεγγύημα, v.l. in Isoc.12.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσεγγύωμα
См. также в других словарях:
μεσεγγύημα — money neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσεγγύημα — το (Α μεσεγγύημα και μεσεγγύωμα) [μεσεγγυώ] το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο στοιχείο ή και το ποσό χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο άτομο μέχρι την επίλυση τής διαφοράς ανάμεσα σε αυτούς που τό διεκδικούν … Dictionary of Greek
μεσεγγυήματα — μεσεγγύημα money neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσεγγυήματι — μεσεγγύημα money neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσεγγυήματος — μεσεγγύημα money neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσέγγυον — μεσέγγυον, τὸ (Α) 1. μεσεγγύημα 2. παρακαταθήκη 3. ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου *μεσέγγυος κατά τα ουδ. ενέχυρον, δάνειον κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
μεσίδιον — μεσίδιον, τὸ (Α) μεσεγγύημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθ. μεσίδιος*] … Dictionary of Greek
μεσεγγυητής — ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM μεσεγγυητής) [μεσεγγυώ] πρόσωπο που αναλαμβάνει το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυούχος … Dictionary of Greek
μεσεγγυούχος — ο αυτός στον οποίο κατατίθεται το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσέγγυον + οῦχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
μεσεγγύωμα — μεσεγγύωμα, ατος, τὸ (Α) βλ. μεσεγγύημα … Dictionary of Greek
μεσιδιώ — μεσιδιῶ, και μεσειδιῶ, όω (Α) [μεσίδιος] καταθέτω μεσεγγύημα … Dictionary of Greek