-
1 μεσαίος
[мэсэос] εκ. средний, находящийся в середине,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μεσαίος
-
2 средний
средний 1) μεσαίος, μέσος 2) (посредственный) μέτριος ◇ в \среднийем κατά μέσο όρο* * *1) μεσαίος, μέσος2) ( посредственный) μέτριοςв сре́днем — κατά μέσο όρο
-
3 средний
средн||ий1. прил μεσαίος, μέσος:\среднийее у́хо стат. τό μέσον ούς·2. прил (взятый в среднем) μέσος:\среднийяя выработка ἡ μέση παραγωγή·3. прил (посредственный) разг μέτριος:\среднийие способности οἱ μέτριες ικανότητες·4. прил грам.:\средний род τό ούδέτερον γένος· \средний залог ἡ μέση φωνή ρήματος· ◊ \средний палец ὁ μεσαίος δάκτυλος· \среднийие века ὁ μεσαίων[ας]· \среднийее образование ἡ μέση ἐκπαίδευση· \среднийяя школа τό σχολεῖον μέσης ἐκπαιδεύσεως· 5. -
4 валок
1. (прокатный, каландра) о κύλινδρος έλασης, το έλαστροсортовой - см. калиброванный2. с.-х. η λωρίδα θερισμένων χόρτων/δημητριακών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валок
-
5 средний
1. (о значении, положении, качестве) μέσος, μεσαίος 2. (промежуточный по своим признакам, свойствам и т.п. между двумя крайними величинами) μέσ/ος 3. (ο качестве) μέτριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > средний
-
6 серединный
середин||ныйприл τής μέσης, μεσαίος. -
7 середняк
середня||км ὁ μεσαίος ἀγρότης. -
8 середняцкий
середня||цкийприл μεσαίος. -
9 средний
[σριέντνιΐ] επ. μεσαίος средний залог: (γραμ.) μέση φωνή ρήματος. - род: (γραμ.) το ουδέτερο γένος -
10 средний
[σριέντνιϊ] επ μεσαίος средний залог: (γραμ) μέση φωνή ρήματος. - род: (γραμ) το ουδέτερο γένος -
11 второразрядный
επ.δεύτερης κατηγορίας. || μεσαίος, ίμέσος, μέτριος. -
12 второсортный
επ.δεύτερης ποιότητας,κατώτερος•-ая мука αλεύρι δεύτερης ποιότητας.
|| μέτριος, μεσαίος, μέσος. -
13 коренной
επ.1. ιθαγενής, αυτόχθονας, γηγενής, ντόπιος•-ое население ο ντόπιος πληθυσμός•
-ые жители οι ντόπιοι κάτοικοι, οι ιθαγενείς.
2. ριζικός• βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός•коренной вопрос βασικό ζήτημα•
-ые преобразования ριζικές μεταρρυθμίσεις.
|| ο κύριος, ο βασικός, ο μεγάλος•-ая мачта ιστός (ακάτιος) ο μεγάλος ή ο μεσαίος.
3. ουσ. βλ. коренник.εκφρ.- ые зубы – οι τραπεζίτες•- ая лошадь – βλ. коренник•-ое месторождение горной породы; -ая порода – κοίτασμα αυτόχθονο•- ым образом – επίρ. ριζικά, εκ θεμελίων. -
14 межеумочный
επ.ενδιάμεσος, μέσος, μεσαίος. -
15 невысокий
επ., βρ: -сок, -сока, -соко, πλθ. -соки.1. χαμηλός κοντός• βραχύς•невысокий дом χα-μη|λό σπίτι•
невысокий человек κοντός άνθρωπος.
2. μικρός, ασήμαντος•-ая температура χαμηλή θερμοκρασία•
-ое давление μικρή πίεση•
-ая плата χαμηλός μισθός.
3. μέσος, μεσαίος, μέτριος•-ое качество μέση ποιότητα•
-ая квалификация μέση ειδίκευση.
4. ασήμαντος, αναξιόλογος.εκφρ.- ая грудь – ίσιο στήθος, πλακέ•невысокий лоб – στενό μέτωπο. -
16 серединный
επ.μέσος, μεσαίος, μεσιανός•-ое окно το μεσαίο παράθυρο.
|| μτφ. ενδιάμεσος• μεσαβέζικος• ερμαφρόδιτος• αμφιλεγόμενος•-ое решение μεσαβέζικη λύση ή απόφαση.
-
17 середняк
-а α. -ячка, -и θ.μεσαίος αγρότης, μεσαία αγρότισσα (μεταξύ πλουσίου κ. φτωχού). -
18 средний
-яя, -ееεπ.μεσαίος, μέσος, μεσιανός•-ее окно μεσαίο παράθυρο•
-яя годовая температура η μέση ετήσια θερμοκρασία.
|| κεντρικός•-яя азия Μέση ή Κεντρ ική Ασία.
|| μέτριος•средний ученик μέτριος μαθητής.
εκφρ.в -ем – κατά μέσο όρο•высше -его – παραπάνω από το μέσο όριο ή το κανονικό•ниже -его – κάτω του μέσου ορίου ή του κανονικού•не что -ее – κάτι το μέσο, το ενδιάμεσο, το μεταξύ•- ее образование – η μέση μόρφωση, ηδε-κατάξια (γυμνασιακή)•средний палец – το μεσαίο δάχτυλο•- ее ухо – το μεσαίο αυτί•- яя школа – το μεσαίο (δεκατάξιο) σχολείο•- их лет – μέσης ηλικίας•средний залог – (γραμμ.) η μέση διάθεση των ρημάτων. -
19 хребтовый
επ.1. της σπονδυλικής στήλης-хребтовыйые позвонки οι σπόνδυλοι•-ая шерсть τα μαλλιά της σπονδυλικής στήλης•
-ая щетина οι χοντρές τρίχες της ράχης.
2. (τεχ.)• μεσαίος, κεντρικός•-ая балка κολοφώνας, κορυφαία δοκός, καβαλάρης, κορφιάς.
3. της οροσειράς•хребтовый перевал διάβαση (αυχένας) οροσειράς.
См. также в других словарях:
μεσαίος — α, ο (ΑM μεσαῑος, α, ον) αυτός που βρίσκεται στη μέση, ο μέσος νεοελλ. φρ. (κοινων.) «η μεσαία τάξη» το στρώμα το οποίο στη διάρθρωση τής κοινωνίας βρίσκεται ανάμεσα στην ισχυρότερη οικονομικά και κοινωνικά και στην ασθενέστερη τάξη μσν. αυτός… … Dictionary of Greek
μεσαίος — α, ο αυτός που βρίσκεται στη μέση: Έσπασα το μεσαίο μου δάχτυλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσαίων — μεσαῖος middle fem gen pl μεσαῖος middle masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσαιότερος — μεσαῖος middle masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
μεσαία — μεσαίᾱ , μεσαῖος middle fem nom/voc/acc dual μεσαίᾱ , μεσαῖος middle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίστροφος — (Μαθημ.).Έστω α ένας, διαφορετικός από τον 0, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός. Είναι γνωστό τότε ότι υπάρχει ακριβώς ένας β, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός με: β·α = α·β = 1. O β ονομάζεται ο α. του α και συμβολίζεται είτε με α 1 (διαβάζεται … Dictionary of Greek
κεντρικός — ή, ό (Α κεντρικός, ή, όν) [κέντρον] αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός») 2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το… … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… … Dictionary of Greek