-
1 μερικεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μερικεύω
-
2 μερικός
II particular, individual, special, Aristipp. ap. D.L.2.87, Demetr.Lac.Herc.1055.16, Hero *Deff.136.11 ([comp] Comp.), Porph.Sent.22, Jul.Gal. 148c, etc.; μ. ψυχή, νοῦς, Procl.Inst. 109, cf. Dam.Pr. 397;μ. καὶ θνητὸν ζῷον Hierocl. in CA 24p.474M.
Adv. -κῶς Gal.16.411
, Porph.Sent.22, etc.; opp. καθολικῶς, A.D.Adv.123.1: [comp] Comp. - ώτερον ib.138.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μερικός
См. также в других словарях:
Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek