Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μερακλής

  • 1 μερακλής

    ο, μερακλου и μερακλήδισσα η
    1) большой любитель, большой охотник до...; большая любительница, большая охотница до...;

    είμαι μερακλής στα ψάρια — быть страстным охотником до рыбы;

    είμαι μερακλής στο ψάρεμα — быть страстным рыболовом;

    μερακλής στο πιοτό — большой любитель выпить;

    2) мастер своего дела

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μερακλής

См. также в других словарях:

  • μερακλής — ο θηλ. ού (λ. τουρκ.) 1. ο άνθρωπος που έχει μεράκι για κάτι: Είναι μερακλής στο φαγητό. 2. αυτός που κάνει κάτι με γούστο: Είναι μερακλής στο επάγγελμά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μερακλής — ο, θηλ. μερακλού 1. αυτός που κατέχεται από μεράκι, που έχει πάθος με κάτι («είναι μερακλής στον χορό») 2. αυτός που κάνει τη δουλειά του με επιμέλεια και καλαισθησία, αυτός που κάνει κάτι με γούστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. merakli] …   Dictionary of Greek

  • Μερακλής, Μιχάλης — (Καλαμάτα 1932 –). Λαογράφος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο της Γοτίγγης (Γκέτινγκεν, Γερμανία), όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Το 1975 εξελέγη τακτικός… …   Dictionary of Greek

  • ανταλής — ο νησιώτης, ο καταγόμενος από τα νησιά (ιδίως του αρχιπελάγους). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ada «νησί» + (κατάλ.) λης (< τουρκ. κατάλ. –li, που από τουρκ. λέξεις όπως μερακλής, παραλής κ.λ.π. επεκτάθηκε και στον σχηματισμό ελληνικών λέξεων] …   Dictionary of Greek

  • μερακλίδικος — η, ο [μερακλής] 1. αυτός που είναι φτειαγμένος με μεράκι, καλοφτειαγμένος, καλοδουλεμένος («μερακλίδικος καφές») 2. αυτός που προκαλεί μεράκι, δηλ. συναισθηματική έξαρση («μερακλίδικο τραγούδι»). επίρρ... μερακλίδικα με γούστο, με καλαισθησία …   Dictionary of Greek

  • μερακλώνω — και μερακώνω 1. κάνω κάποιον να καταληφθεί από μεράκι, προκαλώ σε κάποιον συναισθηματική έξαρση («τούς μεράκλωσε με τα τραγούδια του») 2. (ενεργ. και μέσ.) καταλαμβάνομαι από μεράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μερακλής. Ο τ. μερακώνω < μεράκι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»